Στις προκλήσεις της επόμενης μέρας μετά την πανδημία αναφέρθηκε ο πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος στην τοποθέτησή του κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του Δ.Σ. του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών, τονίζοντας για ακόμη μία φορά την πρόταση των Επιμελητηρίων να ληφθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο αποφάσεις για τη διαγραφή μέρους των χρεών που δημιουργήθηκαν εν μέσω της πανδημίας και συγκεκριμένα να προχωρήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στη μετατροπή τμήματος του δημόσιου χρέους που βρίσκεται στα χέρια της σε ένα ομόλογο χωρίς τακτή λήξη και χωρίς τοκομερίδιο.
Στο Δ.Σ. του ΕΒΕΑ συμμετείχε ως προσκεκλημένος ο καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και πρόεδρος του ΚΕΠΕ κ. Παναγιώτης Λιαργκόβας, ο οποίος συμφώνησε για την αναγκαιότητα μιας συνολικής ρύθμισης των χρεών, δίνοντας έμφαση στο υπέρογκο ιδιωτικό χρέος στην Ελλάδα που ανέρχεται περίπου στα 254 δισ. ευρώ, αλλά και στην ανάγκη για ορθή αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης που θα εισρεύσουν τα επόμενα χρόνια στη χώρα μας.
Αναλυτικότερα, ο κ. Μίχαλος ανέφερε:
Η πανδημία ήρθε στη χειρότερη εποχή για την ελληνική οικονομία: τη στιγμή ακριβώς που βλέπαμε να επιταχύνεται η ανάπτυξή της, μετά από μια δύσκολη δεκαετία.
Η δυναμική αυτή έχει ανατραπεί τον τελευταίο χρόνο. Ελπίζουμε όχι ανεπανόρθωτα.
Το 2020 η ύφεση συγκρατήθηκε σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με τις αρχικές εκτιμήσεις.
Και για το 2021 φαίνεται μέχρι τώρα να είμαστε πιο κοντά στο σενάριο για ανάπτυξη της τάξης του 3,5%.
Ωστόσο, η αβεβαιότητα παραμένει μεγάλη και είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπάρξουν αξιόπιστες προβλέψεις.
Για την ώρα, αυτό που περιμένουμε είναι να αρχίσει η σταδιακή άρση των περιορισμών στη λειτουργία της οικονομίας.
Στο μεταξύ, οι πιέσεις που υφίσταται η αγορά γίνονται όλο και πιο έντονες.
Με το πλήγμα να είναι σχεδόν συντριπτικό για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις.
Από την πλευρά της κυβέρνησης έχουν υπάρξει βεβαίως παρεμβάσεις, για τη στήριξη των επιχειρήσεων και των εργαζομένων τους.
Παρεμβάσεις που απαντούν σε αρκετά αιτήματα των φορέων της αγοράς.
Ωστόσο, ο αντίκτυπος της κρίσης είναι τεράστιος. Και το ζητούμενο είναι πως θα μπορέσουμε να αποφύγουμε, όχι μόνο τις άμεσες αλλά και τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις.
Μια από αυτές αφορά την αύξηση του ιδιωτικού χρέους και ιδιαίτερα του χρέους των επιχειρήσεων.
Σήμερα, χιλιάδες επιχειρήσεις στη χώρα – ιδιαίτερα σε έντονα πληττόμενους κλάδους – βρίσκονται αντιμέτωπες με μια χιονοστιβάδα χρεών, που συσσωρεύθηκαν στη διάρκεια της πανδημίας.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδας, τα νέα κόκκινα δάνεια της πανδημίας θα φτάσουν τα 8-10 δισ. ευρώ εντός του 2021.
Οι μέχρι τώρα παρεμβάσεις, όπως το πρόγραμμα Γέφυρα 2 και βεβαίως η σταδιακή εφαρμογή του πλαισίου Ρύθμισης Οφειλών και Παροχής 2η Ευκαιρίες, αντιμετωπίζουν ένα μέρος του προβλήματος.
Όμως, πάγια θέση των Επιμελητηρίων είναι ότι πρέπει να ληφθούν αποφάσεις για τη διαγραφή μέρους των χρεών που δημιουργήθηκαν εν μέσω της πανδημίας.
Ώστε να μην εξελιχθούν σε θηλιά στο λαιμό της οικονομίας, την επόμενη μέρα.
Οι αποφάσεις αυτές, θα ισοδυναμούν ουσιαστικά με την ανάληψη μέρους του ιδιωτικού χρέους από το δημόσιο τομέα.
Κι αυτό σημαίνει ότι θα απαιτηθούν ανάλογες αποφάσεις και σε επίπεδο ευρωπαϊκής ένωσης.
Αποφάσεις για την ελάφρυνση του δημοσίου χρέους των χωρών – μελών, ώστε να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν σε αυτές τις ανάγκες.
Πρότασή και αίτημά μας είναι να προχωρήσει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα στη μετατροπή τμήματος του δημοσίου χρέους που βρίσκεται στα χέρια της σε ένα ομόλογο χωρίς τακτή λήξη και χωρίς τοκομερίδιο.
Όσον αφορά την επόμενη μέρα, εντοπίζουμε δύο βασικές προκλήσεις:
Η πρώτη αφορά τη δημοσιονομική θέση της χώρας, η οποία επιβαρύνεται από την ανάγκη να αντιμετωπιστούν οι οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας.
* Σήμερα, ισχύει η άρση των δημοσιονομικών κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας, ενώ βοηθά και το ευνοϊκό περιβάλλον δανεισμού για το ελληνικό δημόσιο.
* Ωστόσο, δεν υπάρχει η πολυτέλεια του εφησυχασμού.
* Σε αυτή τη φάση, με τη βοήθεια και των χαμηλών επιτοκίων, η χώρα οφείλει να χρηματοδοτήσει γενναία, αλλά στοχευμένα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης, προκειμένου να διασωθούν επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας και να προστατευθεί ο κοινωνικός ιστός.
* Στα επόμενα χρόνια, θα χρειαστούμε ένα μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής, το οποίο θα είναι αποτελεσματικό και ταυτόχρονα φιλικό προς την ανάπτυξη.
– Με περαιτέρω μείωση των φορολογικών συντελεστών και ασφαλιστικών εισφορών.
– Με αύξηση των δαπανών για δημόσιες επενδύσεις που επιταχύνουν την ανάπτυξη και κινητοποιούν επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα.
– Με ακόμη ουσιαστικότερες κινήσεις για την εξοικονόμηση δαπανών και τη στήριξη των δημοσίων εσόδων.
Ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση είναι η δημιουργία όρων ταχύτερης και βιώσιμης ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια.
Στο Σχέδιο που παρουσίασε η κυβέρνηση για την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψη, υπάρχουν αρκετά θετικά στοιχεία.
– Η επιλογή να αντληθεί το σύνολο των κονδυλίων, δηλαδή τόσο αυτών που παρέχονται ως επιχορήγηση, όσο και αυτών που παρέχονται με τη μορφή χαμηλότοκων δανείων.
– Η επιλογή για συγχρηματοδότηση επενδυτικών προγραμμάτων με φορείς του ιδιωτικού τομέα, προκειμένου να κινητοποιηθούν επιπλέον ιδιωτικά κεφάλαια, ύψους 26,5 δισεκατομμυρίων ευρώ.
– Η επιλογή – σε αντίθεση με τα προηγούμενα ΕΣΠΑ – να κατευθυνθούν στοχευμένα οι πόροι σε κλάδους διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών. Να υπηρετήσουν, με άλλα λόγια, την ανάγκη για αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας. Για μετάβαση σε ένα βιώσιμο και πιο ανθεκτικό μοντέλο ανάπτυξης.
Παρ’ όλη τη θετική στρατηγική στόχευση, ωστόσο, η επιτυχία του Σχεδίου είναι κάθε άλλο παρά διασφαλισμένη. Θα εξαρτηθεί από την αποτελεσματικότητα και την ταχύτητα της διοίκησης, στο στάδιο της υλοποίησης.
Θα εξαρτηθεί, κυρίως, από το βαθμό στον οποίο το Σχέδιο θα μπορέσει πράγματι να κινητοποιήσει τους ιδιώτες επενδυτές, ώστε να εμπιστευθούν κεφάλαια στη χώρα.
Κι αυτό είναι κάτι που προϋποθέτει, παράλληλα με την παροχή κινήτρων, τη διαμόρφωση ενός επενδυτικού και επενδυτικού περιβάλλοντος το οποίο χαρακτηρίζεται από αξιοπιστία, προβλεψιμότητα, ποιοτική λειτουργία της διοίκησης και των θεσμών.
Προϋποθέτει την επιτάχυνση και την ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων στο κράτος, στην οικονομία, στο χωροταξικό πλαίσιο, στην κοινωνική ασφάλιση, στην παιδεία, στη λειτουργία της δικαιοσύνης.
Για να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε σωστά στις κρίσιμες προκλήσεις και τις ευκαιρίες που έχουμε μπροστά μας, απαιτείται ομοψυχία, συναίνεση, εποικοδομητικός διάλογος. Η επιχειρηματική κοινότητα και συγκεκριμένα το ΕΒΕΑ, θα συμμετέχουν σε αυτή την προσπάθεια, με ευθύνη και ουσία”.
Π. Λιαργκόβας: Σημαντική η συμβολή του Ταμείου Ανάκαμψης στην ανάπτυξη της οικονομίας
Από την πλευρά του, ο καθηγητής κ. Παναγιώτης Λιαργκόβας τόνισε ότι η κατάσταση στην οικονομία είναι εξαιρετικά δύσκολη και χαρακτήρισε ως “βουνό” το ιδιωτικό χρέος που έχει δημιουργηθεί, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της πανδημίας κι ανέρχεται περίπου στα 254 δισ. ευρώ και αν συνδυαστεί με το δημόσιο χρέος που ξεπερνά το 200% του ΑΕΠ, κάνει τεράστιο το μέγεθος του προβλήματος.
Ωστόσο, παρά τις μεγάλες αυτές δυσκολίες, τόνισε ο κ. Λιαργκόβας, οι επιχειρήσεις, οι εργαζόμενοι και γενικότερα η κοινωνία κατάφεραν να μείνουν όρθιοι με τη συμβολή των μέτρων που ελήφθησαν από την Πολιτεία.
Καμία όμως κυβέρνηση δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τα νέα χρέη που συνεχώς δημιουργούνται, εάν δεν υπάρξει μία συνολική λύση για την αντιμετώπιση των χρεών αυτών, δημόσιων και ιδιωτικών.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έχουν κατατεθεί τέτοιου είδους προτάσεις, οι οποίες και εξετάζονται.
Σε κάθε περίπτωση, ανέφερε ο πρόεδρος του ΚΕΠΕ, πέρα από την ρύθμιση αυτών των χρεών, πρέπει να δοθεί έμφαση στον σχεδιασμό και υλοποίηση ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου και αυτό θα επιτευχθεί στη μετά κορονοϊό εποχή με κοινές δράσεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και με τη συμμετοχή όσο το δυνατόν περισσότερων κλάδων της οικονομίας για την παραγωγή πλούτου.
Ο κ. Λιαργκόβας αναφέρθηκε και στο Ταμείο Ανάκαμψης, τονίζοντας ότι θα μας προσφέρει μεγάλες ευκαιρίες, αλλά η επιτυχία θα εξαρτηθεί όχι μόνο από τον σχεδιασμό, αλλά κυρίως από την υλοποίηση των δράσεων για την αξιοποίηση των πόρων που θα εισρεύσουν και ξεπερνούν τα 32 δισ. ευρώ τα επόμενα χρόνια.
Αν υλοποιηθούν οι αναγκαίες επενδύσεις με τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, τόνισε ο κ. Λιαργκόβας, θα μπορέσουμε να προσθέσουμε 7 ποσοστιαίες μονάδες στο ΑΕΠ της χώρας μέχρι το 2026, που μπορεί να φτάσουν και τις 10 μονάδες στο ΑΕΠ, κάτω από ευνοϊκές προϋποθέσεις.
Στο μεσοδιάστημα βέβαια, και μέχρι να αποδώσουν οι επενδύσεις με τους πόρους του Ταμείου, η κυβέρνηση θα πρέπει να συνεχίσει τη στήριξη των επιχειρήσεων μέσα από προγράμματα, προκειμένου η μετάβαση από την εποχή της κρίσης στην εποχή της κανονικότητας να επιτευχθεί χωρίς να δημιουργηθούν προβλήματα στην αγορά, αλλά και στην κοινωνία.
Ο κ. Λιαργκόβας , τέλος, ανέφερε ότι τα στοιχεία δείχνουν ότι το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους θα υπάρξει ένα αρνητικό πρόσημο της τάξης του -8% στην οικονομία, αλλά η κατάσταση θα βελτιωθεί το δεύτερο αυτό τρίμηνο που διανύουμε και η συνέχεια θα είναι καλύτερη τους θερινούς μήνες λόγω του τουρισμού, αλλά και του τείχους ανοσίας που αρχίζει να σχηματίζεται με τους εμβολιασμούς.
Κλείνοντας, ο κ. Λιαργκόβας αναφέρθηκε στις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας συγκεκριμένος αριθμός επιχειρήσεων λόγω της πανδημίας και τάχθηκε υπέρ της υλοποίησης στοχευμένων προγραμμάτων για την ενίσχυση και τη διάσωσή τους.