«Η ενίσχυση του βιομηχανικού ιστού αποτελεί κυρίαρχο ζητούμενο στο πλαίσιο του παραγωγικού μετασχηματισμού και της αύξησης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
»Αν θέλουμε η έξοδος από την κρίση να είναι διατηρήσιμη και να αποτρέψουμε παρόμοιες κρίσεις στο μέλλον, οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε το μείζον διαρθρωτικό πρόβλημα της οικονομίας: το ότι δεν παράγουμε αρκετά, διεθνώς εμπορεύσιμα και κυρίως ανταγωνιστικά αγαθά».
Την επισήμανση αυτή έκανε ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνος Μίχαλος, στην ομιλία του στο 30ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ – GREEK ECONOMY SUMMIT.
Στην συνέχεια ο κ. Μίχαλος ανέφερε:
Η Ελλάδα εξακολουθεί σήμερα να έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής της μεταποίησης στο ΑΕΠ και από τα χαμηλότερα ποσοστά εξαγωγών αγαθών, μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στα χρόνια της κρίσης, είδαμε να κλείνουν μεγάλες βιομηχανίες της χώρας, εξαιτίας της συρρίκνωσης της ελληνικής αγοράς, αλλά και της αδυναμίας να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό από βιομηχανίες άλλων χωρών, κυρίως της Ανατολικής Ευρώπης.
Είχαμε, επίσης, ένα μεγάλο κύμα φυγής από ξένους ομίλους, οι οποίοι έπαψαν να επενδύουν παραγωγικά στην Ελλάδα, λόγω της αβεβαιότητας, της υψηλής φορολογίας, του ασφαλιστικού κόστους, της γραφειοκρατίας κ.ά.
Παρ’ όλα αυτά, και κυρίως χάρη στην υπερπροσπάθεια των ανθρώπων του, ο κλάδος της βιομηχανίας συνέχισε να συνεισφέρει ένα μεγάλο μέρος της απασχόλησης, συνέχισε να επενδύει στην εξωστρέφεια και να αυξάνει τις εξαγωγές του, συνέχισε να βρίσκεται πίσω από το 36% των δαπανών έρευνας και ανάπτυξης της χώρας.
Σήμερα, η κατάσταση στην οικονομία έχει σταθεροποιηθεί και τους τελευταίους μήνες παρατηρείται σημαντική βελτίωση του κλίματος και των προσδοκιών στη βιομηχανία.
Μεταξύ των θετικών εξελίξεων είναι:
• Η δραστική υποχώρηση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, η οποία αποτυπώνει την αυξανόμενη εμπιστοσύνη των αγορών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
• Η πλήρης άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, τον περασμένο Σεπτέμβριο. Το τελευταίο βήμα, θα έλεγε κανείς, για την επιστροφή της οικονομίας και της αγοράς στην κανονικότητα.
• Οι φοροελαφρύνσεις που περιλαμβάνονται στο νέο φορολογικό νομοσχέδιο
• Οι ανακοινώσεις για επερχόμενες μεταρρυθμίσεις στον τομέα της ενέργειας
• Ο νέος αναπτυξιακός νόμος, ο περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα μικρών και μεγάλων παρεμβάσεων: για την απομάκρυνση γραφειοκρατικών, χωροταξικών και άλλων εμποδίων, για την απλοποίηση της διαδικασίας αδειοδότησης επενδύσεων, για την παροχή κινήτρων και διευκολύνσεων. Επίσης, βελτιώνει αισθητά το πλαίσιο ανάπτυξης Επιχειρηματικών και Βιομηχανικών Πάρκων, αλλά και εγκατάστασης των επιχειρήσεων σε αυτά. Για την Επιμελητηριακή Κοινότητα η εξέλιξη αυτή αποτελεί σημαντική δικαίωση, αφού για εμάς το θέμα των Επιχειρηματικών Πάρκων έχει αποτελέσει αντικείμενο ενδελεχούς μελέτης και συνεπούς διεκδίκησης, τα τελευταία χρόνια.
Παραμένει παρ’ όλα αυτά η ανάγκη για περισσότερες παρεμβάσεις, σε τομείς όπως είναι το κόστος χρηματοδότησης, το κόστος της ενέργειας, το μη μισθολογικό κόστος της εργασίας.
Παραμένει, επίσης, η ανάγκη για επιτάχυνση και ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, στη φορολογία, στην κοινωνική ασφάλιση, στη δημόσια διοίκηση, στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης, στην Παιδεία και στη δια βίου Εκπαίδευση.
Όλα αυτά πρέπει να προχωρήσουν ταχύτερα, αν θέλουμε μια ανταγωνιστική βιομηχανία που καινοτομεί, παράγει, εξάγει, δημιουργεί εισοδήματα και θέσεις εργασίας. Αν θέλουμε μια βιομηχανία – και μια οικονομία – η οποία θα μπορέσει να ακολουθήσεις τις εξελίξεις. Θα μπορέσει να προσαρμοστεί στις ραγδαίες αλλαγές, στις απαιτήσεις, αλλά και στις ευκαιρίες που φέρνει η εποχή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης.
Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση και προτεραιότητα στις εξής κατευθύνσεις:
• Εξωστρεφής προσανατολισμός με διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα και συμμετοχή σε διεθνείς αλυσίδες αξίας.
• Έμφαση σε κλάδους και προϊόντα, που αξιοποιούν συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας. Σήμερα, η Ελλάδα διαθέτει ήδη κλάδους με συγκεκριμένα πλεονεκτήματα, όπως ο εξορυκτικός, ο μεταλλουργικός και ο φαρμακευτικός λόγω αυξημένου παραγωγικού διαθέσιμου υψηλής ποιότητας που έχει σχηματιστεί διαχρονικά, καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού και αυξημένης τεχνογνωσίας. Υπάρχουν, επίσης, ανερχόμενοι κλάδοι, όπως αυτός της ενέργειας και ιδιαίτερα των ΑΠΕ.
• Έμφαση σε προϊόντα που απευθύνονται σε ιδιαίτερη αγορά με υψηλής αξίας αγοραστική δύναμη, ή βιομηχανικά προϊόντα με ιδιαίτερα τεχνικά χαρακτηριστικά και υψηλή προστιθέμενη αξία.
• Στρατηγικές συνεργασίες και προσέλκυση ξένων επενδύσεων, οι οποίες θα προσθέσουν τεχνογνωσία, θα παρέχουν τη δυνατότητα εισόδου σε νέες αγορές ή αγορές υψηλότερης προστιθέμενης αξίας. Σημαντικές δυνατότητες, σε αυτό το πλαίσιο, έχουν κλάδοι όπως η αμυντική βιομηχανία, η ναυπηγοεπισκευαστική, η παραγωγή δομικών υλικών κ.ά.
• Ταχύτερη και ουσιαστικότερη ενσωμάτωση της καινοτομίας στην παραγωγή, στις διεργασίες και τα προϊόντα
• Επένδυση στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού.
• Εφαρμογή μιας νέας ενεργειακής πολιτικής, με στόχο τη μείωση του κόστους για τη βιομηχανία.
• Επιτάχυνση νέων παραγωγικών επενδύσεων με υψηλή προστιθέμενη αξία. Είναι ανάγκη να καλυφθεί το επενδυτικό κενό που δημιουργήθηκε τα προηγούμενα χρόνια, με μέτρα όπως:
o Κίνητρα για τον εκσυγχρονισμό των υφιστάμενων μεταποιητικών μονάδων, αλλά και την προσέλκυση νέων επενδύσεων κυρίως από το εξωτερικό
o Εφαρμογή μιας νέας στρατηγικής για τη χρηματοδότηση επενδύσεων
o Άρση μιας σειράς αντικινήτρων και εμποδίων, σε όλο το φάσμα της επενδυτικής διαδικασίας
o Ευνοϊκότερη φορολογική αντιμετώπιση των αποσβέσεων επενδύσεων παγίου μηχανολογικού εξοπλισμού.
Μέσα από την υλοποίηση μιας νέας βιομηχανικής πολιτικής, με τις παραπάνω προδιαγραφές, μπορούμε να ελπίζουμε στη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας, στην παραγωγή προϊόντων υψηλής ποιότητας και εξειδίκευσης σε ανταγωνιστικές τιμές, αλλά και στη δημιουργία νέων, πλήρους απασχόλησης και καλύτερα αμειβόμενων θέσεων εργασίας.
Πρόκειται για μια προσπάθεια, η οποία θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό την δυνατότητα πραγματικής ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια.
Ψηφιακός και τεχνολογικός μετασχηματισμός
• Για την Ελλάδα και για τις ελληνικές επιχειρήσεις, η μετάβαση στο νέο μοντέλο βιομηχανικής παραγωγής, που αναφέρεται συχνά ως Βιομηχανία 4.0, αποτελεί ζήτημα επιβίωσης. Είναι ένα από τα σημαντικά προαπαιτούμενα, για την παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων και ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών. Για να κινηθούμε ταχύτερα και αποτελεσματικά προς αυτή την κατεύθυνση, χρειάζεται μια ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική. Μια στρατηγική που θα καλύπτει όλες τις παραμέτρους της μετάβασης και θα συνδυάζει τις γνώσεις και τις δυνάμεις όλων των εμπλεκόμενων: των επιχειρήσεων, της επιστημονικής κοινότητας, της Πολιτείας, των κοινωνικών εταίρων.
• Ζήτημα προτεραιότητας στο πλαίσιο αυτό, είναι η παροχή στοχευμένων κινήτρων και η ανάπτυξη κατάλληλων χρηματοδοτικών εργαλείων, για την ενθάρρυνση επενδύσεων σε ψηφιακές τεχνολογίες, λύσεις και εφαρμογές, που θα επιτρέψουν το μετασχηματισμό των ελληνικών μεταποιητικών επιχειρήσεων σε «έξυπνα» εργοστάσια.
Μείωση του ενεργειακού κόστους
• Τα ενεργειακά τιμολόγια αποτελούν βασικό παράγοντα στη διαμόρφωση του κόστους παραγωγής της βιομηχανίας. Ιδιαίτερα στις βιομηχανίες έντασης ενέργειας, το ενεργειακό κόστος αποτελεί το 30% έως και 50% του κόστους παραγωγής ή μεταποίησης και συνιστά παράγοντα που επηρεάζει, όχι μόνο την ανταγωνιστικότητα, αλλά και την ίδια τη βιωσιμότητά τους. Έχει προκύψει, μάλιστα, από σχετικές έρευνες, το κόστος της ενέργειας είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα τελευταία χρόνια οι ελληνικές εξαγωγικές μεταποιητικές επιχειρήσεις, μετά την έλλειψη ρευστότητας.
• Η χονδρική τιμή φορτίου βάσης στην Ελλάδα είναι διαχρονικά από 10% έως 40% πιο ακριβή σε σχέση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, ενώ η διαφορά για το 2ο τρίμηνο του 2019 ξεπέρασε το 50%, καταγράφοντας την ακριβότερη τιμή στην Ευρώπη, σχεδόν διπλάσια από την πιο φθηνή τιμή στη Σουηδία.
• Για να μπορέσουν οι ελληνικές βιομηχανίες να επιβιώσουν και να γίνουν ανταγωνιστικές στο διεθνές περιβάλλον, χρειάζεται δραστική μείωση του τελικού κόστους των ενεργειακών προϊόντων που χρησιμοποιούν, με ιδιαίτερη έμφαση στον περιορισμό του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου, ώστε να φθάσουμε σε επίπεδα ανάλογα των ευρωπαίων ανταγωνιστών.
• Όπως καταγράφεται και σε μελέτη του ΙΟΒΕ, μια μείωση του ενεργειακού κόστους κατά 10%, σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ, θα επιφέρει ένα κόστος της τάξεως των 115 εκατ. ευρώ, το οποίο όμως υπερκαλύπτεται από τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας που τελικά συνεισφέρει στο ΑΕΠ 600 εκατ. στους φόρους και στις εισφορές 140 εκατ. και στην απασχόληση συνολικά στην οικονομία περί τις 12.000 θέσεις εργασίας.
• Είναι ανάγκη να σχεδιαστεί μια εθνική στρατηγική για τη μείωση του κόστους της ενέργειας, η οποία θα ξεκινά από τη λειτουργία μιας σύγχρονης, ελεύθερης αγοράς και τη θέσπιση ενός ρυθμιστικού πλαισίου, που θα διασφαλίζει ίσους όρους ανταγωνισμού, θα επιτρέπει τη μείωση του κόστους για τους προμηθευτές και κατ’ επέκταση των τιμών για τους καταναλωτές.
• Η μείωση της φορολογίας είναι επίσης ένα από τα θέματα που θα πρέπει να τεθούν σε προτεραιότητα, με μέτρα όπως η μείωση του ΕΦΚ στο φυσικό αέριο που προορίζεται για βιομηχανική χρήση και ηλεκτροπαραγωγή.
• Θα πρέπει, επίσης, να ληφθεί υπόψη ότι οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, στο πλαίσιο μέτρων για τη στήριξη των βιομηχανιών τους, αξιοποιούν σειρά ελαφρύνσεων και άλλων εργαλείων, προκειμένου να τους εξασφαλίσουν χαμηλότερους φόρους και ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας. Είναι καιρός και η Ελλάδα να προχωρήσει στην ενσωμάτωση των κατευθυντήριων γραμμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για τις κρατικές ενισχύσεις στους τομείς του περιβάλλοντος και της ενέργειας, οι οποίες παρέχουν τη δυνατότητα ελάφρυνσης συγκεκριμένων κλάδων της ενεργοβόρου βιομηχανίας, με τρόπο συμβατό στο ευρωπαϊκό δίκαιο ανταγωνισμού.
• Το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών έχει ήδη προχωρήσει στη σύσταση θεματικού φόρουμ για την Ενέργεια και το Περιβάλλον, το οποίο έχει μεταξύ άλλων ως αντικείμενο τη διαμόρφωση θέσεων και την ανάληψη πρωτοβουλιών για την ομαλή και αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς. Μέσα από το διάλογο των φορέων του κλάδου με τους αρμόδιους φορείς της Πολιτείας, αλλά και την αξιοποίηση της γνώσης έγκυρων εμπειρογνωμόνων, μπορεί να διαμορφωθεί μια ρεαλιστική προσέγγιση στο θέμα του ενεργειακού κόστους, η οποία θα απελευθερώσει και θα ενισχύσει τις παραγωγικές δυνάμεις της ελληνικής οικονομίας.
Ενθάρρυνση της καινοτομίας
• Η καινοτομία και η δυναμική που συνδέονται με τη νεοφυή επιχειρηματικότητα, είναι απαραίτητα συστατικά για μια ανταγωνιστική βιομηχανική παραγωγή.
• Έχουμε επανειλημμένα τονίσει την ανάγκη για ενίσχυση του τριγώνου της γνώσης. Δηλαδή για αποτελεσματικότερη σύνδεση της έρευνας, της εκπαίδευσης και της καινοτομίας: των τριών βασικών πυλώνων κάθε σύγχρονης αναπτυξιακής στρατηγικής.
• Σήμερα, στα πανεπιστήμια της χώρας αναπτύσσεται σημαντική ερευνητική δραστηριότητα, με αποτελέσματα υψηλού επιπέδου. Ωστόσο, η σύνδεση μεταξύ των φορέων που παράγουν τη γνώση και των φορέων που την εφαρμόζουν – ενσωματώνοντάς τη σε προϊόντα και υπηρεσίες – είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Αυτή η ασυνέχεια αποτελεί πανευρωπαϊκό φαινόμενο, ωστόσο στην Ελλάδα ισχύει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό.
• Για να την αντιμετωπίσουμε, χρειάζεται ένα πλαίσιο που θα ενισχύει τη συμμετοχή των επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση της έρευνας και στην αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της.
• Αντί της αποκλειστικής εξάρτησης από το κράτος, θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα μείγμα δημόσιας και ιδιωτικής χρηματοδότησης της έρευνας. Το οποίο, πέρα από την ενίσχυση των διαθέσιμων πόρων, θα συμβάλει και στην ενίσχυση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων – και κατ’ επέκταση της ελληνικής οικονομίας.
• Πρέπει, επίσης, ο χώρος της ανώτατης εκπαίδευσης να εστιάσει αποτελεσματικότερα στην ενθάρρυνση της νεοφυούς επιχειρηματικότητας. Να δημιουργηθούν δίκτυα διασύνδεσης διαφόρων ειδικοτήτων και γνωστικών αντικειμένων, από την τεχνολογία, το σχεδιασμό και τον προγραμματισμό, μέχρι τη διοίκηση επιχειρήσεων. Ώστε με τον τρόπο αυτό να διευκολύνεται ο σχηματισμός επιχειρηματικών ομάδων με συμπληρωματικές γνώσεις και δεξιότητες.
• Θα πρέπει, επίσης, να εστιάσουμε στη δημιουργία περιοχών καινοτομίας στην Αθήνα, αλλά και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, ακολουθώντας τα επιτυχημένα παραδείγματα άλλων πόλεων, όπως η Βαρκελώνη.
• Χρειάζεται, όμως και ο κόσμος της παραγωγής να επιχειρήσει στενότερη επαφή το οικοσύστημα καινοτομίας της χώρας. Αντί να περιμένουμε να μας ψάξουν, αντί να απευθυνόμαστε σε αυτούς που είναι ήδη ενημερωμένοι, μπορούμε εμείς να κάνουμε ένα βήμα μπροστά. Να πάμε εκεί όπου αναπτύσσονται οι καινοτόμες ιδέες, στα πανεπιστήμια, στις θερμοκοιτίδες.
• Να βοηθήσουμε στην κατανόηση των πραγματικών αναγκών της αγοράς, να αναδείξουμε κενά και ευκαιρίες, να επενδύσουμε σε καινοτόμες λύσεις που θα προσθέσουν αξία στην παραγωγή.
Αναβάθμιση δεξιοτήτων
• Η αναβάθμιση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού αποτελεί κρίσιμη προϋπόθεση για την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας, αλλά και για την κοινωνική συνοχή.
• Η 4η βιομηχανική επανάσταση δημιουργεί σταδιακά μια νέα πραγματικότητα, ως προς το περιεχόμενο και την οργάνωση της εργασίας. Το κλειδί για την αντιμετώπιση αυτών των αλλαγών, είναι η επένδυση στην ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας, με την καλλιέργεια των κατάλληλων δεξιοτήτων.
• Σήμερα, η Ελλάδα υστερεί σημαντικά σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως προς το επίπεδο των ψηφιακών δεξιοτήτων που διαθέτουν οι εργαζόμενοί της, γεγονός που καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την απορρόφησή τους στην αγορά εργασίας, ενώ οι ταυτόχρονα οι επιχειρήσεις πάσχουν από την έλλειψη κατάλληλα καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού.
• Οφείλουμε, λοιπόν, να επενδύσουμε σε αυτό τον τομέα:
o με την ενίσχυση των αντίστοιχων προγραμμάτων σπουδών και την ανάπτυξη νέων ειδικοτήτων και εξειδικεύσεων, που καλύπτουν όλο το φάσμα της αλυσίδας αξίας
o με τη δημιουργία προγραμμάτων επανακατάρτισης και επανειδίκευσης εργαζομένων
o με προγράμματα εκπαίδευσης τοπικών επιχειρήσεων, προμηθευτών και παραγωγών πρώτων υλών
o προγράμματα απασχόλησης νέων επιστημόνων, με σκοπό την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας.
• Η προσαρμογή του ανθρώπινου δυναμικού στα δεδομένα και τις απαιτήσεις της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης προϋποθέτει ενεργό συμμετοχή και συντονισμό, μεταξύ των επιχειρήσεων και των κοινωνικών εταίρων, των παρόχων κατάρτισης, της Πολιτείας, αλλά και των ίδιων των εργαζομένων.