Τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στην φορολογία προς όφελος των επιχειρήσεων και των φυσικών προσώπων ανέλυσε διεξοδικά ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνος Μίχαλος στον υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα, ο οποίος παρέστη και μίλησε στη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών.
Η ομιλία του Κ. Μίχαλου:
Είναι γεγονός ότι στη διάρκεια των τελευταίων μηνών έχουν υπάρξει αρκετά θετικά νέα, τα οποία δημιουργούν προσδοκίες για την πορεία της οικονομίας στο επόμενο διάστημα.
Έχουμε, κατ’ αρχήν τη δραστική υποχώρηση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, η οποία αποτυπώνει την αυξανόμενη εμπιστοσύνη των αγορών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Σημαντική θετική εξέλιξη – τόσο σε ουσιαστικό, όσο και σε συμβολικό επίπεδο – ήταν και η πλήρης άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, τον περασμένο Σεπτέμβριο. Το τελευταίο βήμα, θα έλεγε κανείς, για την επιστροφή της οικονομίας και της αγοράς στην κανονικότητα.
Το κυριότερο, όμως, είναι ότι παρατηρούμε τους τελευταίους μήνες μια ξεκάθαρη στροφή προς την υιοθέτηση ενός νέου φιλικότερου προς την ανάπτυξη, μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής.
Το στίγμα δόθηκε με την κατάθεση του προσχεδίου του προϋπολογισμού του 2020. Το οποίο, πέρα από φιλόδοξους στόχους, αυτή τη φορά ενσωμάτωσε και συγκεκριμένα μέτρα για την ενίσχυση της ανάπτυξης, ιδιαίτερα όσον αφορά τη φορολογία.
Τα μέτρα αυτά, που αποτυπώθηκαν στο φορολογικό νομοσχέδιο, αναμένεται να δώσουν μια μεγάλη ανάσα στις επιχειρήσεις, μετά από πολλά χρόνια οικονομικής δυσπραγίας.
Δεν μπορούμε παρά να καλωσορίζουμε τη μείωση του φορολογικού συντελεστή από το 28% στο 24%, καθώς και τη μείωση του φόρου των μερισμάτων από το 10% στο 5%, όπως βέβαια και τις ρυθμίσεις που προβλέπουν ευνοϊκή φορολογική αντιμετώπιση για δράσεις Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης και παροχές υπέρ των εργαζομένων.
Όσον αφορά τις ρυθμίσεις για τα φυσικά πρόσωπα, αναγνωρίζουμε ότι θα υπάρξει μία ελάφρυνση της φορολογίας. Ωστόσο, θεωρούμε ότι σε επόμενο στάδιο θα πρέπει να εξεταστεί μια μεγαλύτερη μείωση των φορολογικών συντελεστών, ιδιαίτερα για τα μεσαία εισοδήματα και κυρίως, να διευρυνθούν οι δαπάνες των νοικοκυριών οι οποίες θα τυγχάνουν φοροαπαλλαγών.
Σε κάθε περίπτωση, σας επισημαίνουμε την ανάγκη, σε αυτήν τουλάχιστον τη φάση μείωσης του ποσοστού των δαπανών των νοικοκυριών που πρέπει να γίνουν μέσω ηλεκτρονικών συναλλαγών για να «χτίσουν» το αφορολόγητό τους, καθώς υπάρχει κίνδυνος μεγάλων φορολογικών επιβαρύνσεων, σε βάρος ιδιαίτερα των χαμηλών εισοδημάτων.
Η ουσία είναι ότι για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό μπορούμε να μιλάμε για ουσιαστικές αλλαγές στη φορολογία, προς όφελος της επιχειρηματικότητας και της ανάπτυξης.
Βεβαίως, ο εχθρός του καλού είναι πάντα το καλύτερο. Τα Επιμελητήρια έχουν καταθέσει, στο πλαίσιο της διαβούλευσης, τις προτάσεις τους προκειμένου να οδηγηθούμε σε μια ολοκληρωμένη φορολογική μεταρρύθμιση.
Οι προτάσεις αυτές περιλαμβάνουν την καθιέρωση χαμηλότερου φορολογικού συντελεστή για της επιχειρήσεις στο 20%, όπως άλλωστε έχει δεσμευτεί η κυβέρνηση, τη γενική μείωση του ΦΠΑ, τη μείωση του ΕΝΦΙΑ και για τα ακίνητα για επαγγελματική χρήση που φέτος δεν συμπεριελήφθησαν στην ευνοϊκή ρύθμιση, καθώς και την κατάργηση της προκαταβολής φόρου από τις επιχειρήσεις.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να σας επισημάνω ότι με το νέο φορολογικό νομοσχέδιο υπάρχει κίνδυνος για μια μεγάλη αδικία σε βάρος των επιχειρήσεων.
Συγκεκριμένα, υπάρχει κίνδυνος να φορολογηθούν τα ποσά των χρεών των επιχειρήσεων προς τις τράπεζες, παρά το γεγονός ότι αυτά έχουν διαγραφεί.
Θα σας παρακαλούσαμε να μεριμνήσετε, προκειμένου οι διαγραφές χρεών από τις τράπεζες να μη θεωρούνται εισόδημα και να απαλλάσσονται των φόρων.
Επιπρόσθετα σας επαναφέρουμε το αίτημά μας για άρση της επιβολής της εισφοράς 0,6% στα χρηματοδοτικά ιδρύματα και ειδικότερα στις εταιρίες factoring και leasing που αυξάνει άμεσα το κόστος άντλησης ρευστότητας των επιχειρήσεων και τις καθιστά μη ανταγωνιστικές σε σχέση με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές.
Οι προτάσεις των Επιμελητηρίων, σε καμία περίπτωση δεν απαξιώνουν τις ρυθμίσεις του νέου νομοσχεδίου. Ελπίζουμε, όμως, ότι στο άμεσο μέλλον θα συνεκτιμηθούν και θα καθιερωθούν για να στηρίξουν την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων και της οικονομίας.
Προϋπόθεση για την υλοποίηση των γενναίων αναπτυξιακών – αλλά και κοινωνικών – παρεμβάσεων που έχει ανάγκη η χώρα, δεν παύει να αποτελεί η δημιουργία του απαραίτητου δημοσιονομικού χώρου.
Η προσήλωση στην άσκηση υπεύθυνης δημοσιονομικής πολιτικής και η συνέπεια στους στόχους που έχουν τεθεί, είναι ένα μήνυμα που η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει να δίνει, τόσο προς τους εταίρους της όσο και προς τις αγορές.
Στο πλαίσιο επικροτούμε τις ρυθμίσεις του φορολογικού νομοσχεδίου, οι οποίες προωθούν την περαιτέρω διενέργεια συναλλαγών με ηλεκτρονικό τρόπο. Πρόκειται για μια σοβαρή προσπάθεια, η οποία μπορεί να συμβάλει στον περιορισμό της φοροδιαφυγής και να αυξήσει τα φορολογικά έσοδα.
Αναμένουμε, επίσης, στο επόμενο διάστημα την ανάληψη πρωτοβουλιών για τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, για την ενίσχυση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, για τον εξορθολογισμό των δαπανών του δημοσίου τομέα.
Σε κάθε περίπτωση, το σημαντικότερο στοίχημα για την ελληνική οικονομία αποτελεί η μεγέθυνση του παρονομαστή: δηλαδή η επιτάχυνση της ανάπτυξης.
Ο στόχος για ανάπτυξη της τάξης του 2,8% το 2020 είναι εφικτός, αλλά και απαιτητικός με βάση τα σημερινά δεδομένα. Το κλειδί για την επίτευξή του είναι η άνοδος των επενδύσεων.
Αυτό, πέρα από την απαραίτητη μείωση των φορολογικών συντελεστών, προϋποθέτει αποφασιστικές και αποτελεσματικές δράσεις, σε μια σειρά από μέτωπα.
Προϋποθέτει ενίσχυση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, το οποίο παραμένει σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με τις αναπτυξιακές ανάγκες της ελληνικής οικονομίας. αλλά και πλήρη αξιοποίηση των πόρων του ΕΣΠΑ, καθώς και εργαλείων όπως είναι οι Συμπράξεις Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα.
Απαιτεί την απεμπλοκή μεγάλων επενδύσεων που βρίσκονται σε εκκρεμότητα, την επιτάχυνση των αποκρατικοποιήσεων και του προγράμματος αξιοποίησης της δημόσιας ακίνητης περιουσίας.
Απαιτεί την απρόσκοπτη συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και των παρεμβάσεων, για τη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.
Είναι, επίσης, αυτονόητο ότι η επιτάχυνση της ανάπτυξης περνά και μέσα από την ενδυνάμωση των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων, οι οποίες συγκροτούν τον ιστό της ελληνικής οικονομίας.
Στο πλαίσιο αυτό, ελπίζουμε να δούμε στο επόμενο διάστημα αύξηση των πόρων που διατίθενται από κοινοτικά προγράμματα για την ενθάρρυνση επενδύσεων σε νέο εξοπλισμό και τεχνολογίες, περισσότερα και πιο ευέλικτα χρηματοδοτικά εργαλεία, αλλά και κίνητρα και παρεμβάσεις που ευνοούν την επιχειρηματική μεγέθυνση, την ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού, την εξωστρέφεια, την πρόσβαση στην καινοτομία.
Τέλος, σημαντικό ζητούμενο για την κινητοποίηση επενδύσεων και στην επίτευξη υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης εντός του 2020, είναι η αποκατάσταση της χρηματοδοτικής λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος.
Παρά την ελαφρά βελτίωση που σημειώνεται στην προσφορά τραπεζικών δανείων και πιστωτικών ορίων, η πρόσβαση στη χρηματοδότηση εξακολουθεί να αποτελεί το κυριότερο πρόβλημα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Το μέγεθος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αναδεικνύεται σήμερα στο σημαντικότερο ίσως «βαρίδι» στα πόδια του τραπεζικού συστήματος, αλλά και της ελληνικής οικονομίας συνολικά.
Η αντιμετώπισή του αποτελεί κρίσιμη προϋπόθεση, ώστε οι τράπεζες να επιστρέψουν στην κανονικότητα και να εστιάσουν ξανά στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
Θεωρούμε θετική εξέλιξη το σχέδιο της κυβέρνησης για την τιτλοποίηση κόκκινων δανείων με κρατικές εγγυήσεις.
Εφόσον το σχέδιο αυτό προχωρήσει, λειτουργώντας συμπληρωματικά στη στρατηγική της κάθε τράπεζας, η προσπάθεια επιστροφής στην κανονικότητα μπορεί να επιταχυνθεί σημαντικά. Ελπίζουμε λοιπόν ότι θα εφαρμοστεί και ότι θα αξιοποιηθεί αποτελεσματικά.
Συμπερασματικά, μετά από πολύ καιρό, εδραιώνεται στην αγορά και στην κοινωνία η αισιοδοξία ότι η Ελλάδα μπορεί να αλλάξει σελίδα μετά την κρίση. Η πολιτική που ασκεί το υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών μέχρι τώρα, έχει δημιουργήσει σαφώς καλύτερες προϋποθέσεις για την επιτυχία αυτής της προσπάθειας.
Ο δρόμος παραμένει μακρύς. Απαιτείται συνέχεια, συνέπεια και επιμονή. Εμείς, ως Επιμελητήριο θα συνεχίσουμε να είμαστε εδώ, να καταθέτουμε υπεύθυνα τις προτάσεις μας και να στηρίζουμε κάθε θετική πρωτοβουλία.