Τρεις σοβαρές στρεβλώσεις θα προκαλέσει η διάταξη του φορολογικού νομοσχεδίου με την οποία προβλέπεται ότι οι έχοντες εισοδήματα από μισθούς, συντάξεις, επιχειρήσεις, αγροτικές εκμεταλλεύσεις και ακίνητα υποχρεούνται να πραγματοποιούν κάθε χρόνο, με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής, δαπάνες για αγορές αγαθών και παροχή υπηρεσιών μέχρι ποσού 30% επί των ετησίων πραγματικών εισοδημάτων τους από τις συγκεκριμένες πηγές.
Πρόκειται για την εξαίρεση φυσικών προσώπων που αποκτούν εισοδήματα αποκλειστικά ή κυρίως από τόκους καταθέσεων, ομολόγων και ρέπος, μερίσματα, royalties, υπεραξίες από μετοχές, τον μη συνυπολογισμό στο εισόδημα της εισφοράς αλληλεγγύης και την «οροφή» των 20.000 ευρώ, στην αξία των αποδείξεων, που θα ισχύσει για όσους έχουν εισόδημα άνω των 66.667 ευρώ.
Σύμφωνα με πληροφορίες της Ναυτεμπορικής, οι παραπάνω στρεβλώσεις έχουν ήδη τεθεί υπόψη της ηγεσίας του υπουργείου Οικονομικών και θα πρέπει να αναμένονται σημαντικές νομοτεχνικές και άλλου είδους βελτιώσεις και τροποποιήσεις στις διατάξεις του άρθρου 7 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου, οι οποίες αφορούν το μέτρο της κάλυψης ποσοστού έως 30% του ετησίου εισοδήματος με δαπάνες εξοφληθείσες διά ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής.
Το ΥΠΟΙΚ επανεξετάζει επίσης τις ρυθμίσεις και θα προβεί σε βελτιώσεις στο πλαίσιο κάλυψης του ορίου των e-αγορών για τους διαζευγμένους και σε άλλες περιπτώσεις.
Η διαβούλευση επί του φορολογικού νομοσχεδίου ολοκληρώνεται αύριο και αμέσως αρχίζει η κατάρτιση του τελικού κειμένου του νομοσχεδίου για να κατατεθεί στη Βουλή.
Οι στρεβλώσεις
Σύμφωνα με τα όσα προκύπτουν από τη διάταξη, που αφορά τις e-αγορές, οι στρεβλώσεις που εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια της δημόσιας διαβούλευσης του νομοσχεδίου είναι:
1 Οι εξαιρέσεις ορισμένων φυσικών προσώπων, κυρίως με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, οι οποίοι μάλιστα φορολογούνται με πιο ευνοϊκά καθεστώτα. Από την υποχρέωση πραγματοποίησης καταναλωτικών δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, μέχρι το 30% του εισοδήματός τους, εξαιρούνται φορολογούμενοι με εισοδήματα προερχόμενα αποκλειστικά ή κυρίως από τόκους καταθέσεων, ομολόγων και ρέπος, μερίσματα και δικαιώματα (royalties), καθώς επίσης και όσοι αποκομίζουν κέρδη (υπεραξίες) από τοποθετήσεις σε μετοχές και άλλα χρηματοοικονομικά προϊόντα.
Ουσιαστικά, η υποχρέωση της πραγματοποίησης δαπανών με ηλεκτρονικές πληρωμές ύψους έως 30% επί του εισοδήματος -η οποία ενέχει τον κίνδυνο πρόσθετης επιβάρυνσης με φόρο 22% σε περίπτωση μη πραγματοποίησης του απαιτούμενου ποσού δαπανών- ισχύει μόνο για τα εισοδήματα από εργασία και από εκμετάλλευση ακίνητης περιουσίας. Αντιθέτως για τα εισοδήματα από κινητές αξίες και από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου (μετοχών, ομολόγων κ.λπ.), που φορολογούνται και με χαμηλότερους συντελεστές (5%, 10% ή 15%), δεν ισχύει η συγκεκριμένη υποχρέωση.
2 Η ευνοϊκότερη μεταχείριση στα υψηλά εισοδήματα, δυσμενέστερη στα μεσαία και στα χαμηλά. Μια άλλη αδικία που προκαλείται αφορά τη διάκριση που γίνεται σε βάρος φορολογουμένων με εισοδήματα μικρού και μεσαίου ύψους από εργασία ή και από ακίνητα. Συγκεκριμένα, οι φορολογούμενοι με ετήσια εισοδήματα από εργασία ή και από ακίνητα μέχρι 66.667 ευρώ θα πρέπει να πραγματοποιήσουν δαπάνες αξίας ίσης με το 30% των εισοδημάτων τους αυτών.
Για όσους όμως το εισόδημα αυτών των κατηγοριών υπερβαίνει το όριο των 66.667 ευρώ, αρκεί οι δαπάνες που θα πραγματοποιηθούν να φθάσουν μέχρι τα 20.000 ευρώ για να αποφευχθεί η πληρωμή επιπλέον φόρου εισοδήματος με 22%. Κι αυτό διότι το ποσό των 20.000 ευρώ έχει τεθεί ως πλαφόν. Αυτό όμως έχει ως συνέπεια οι έχοντες υψηλά εισοδήματα και άρα μεγαλύτερα περιθώρια να ξοδεύουν χρήματα με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής να αρκούνται σε ποσοστά κάλυψης του ετησίου εισοδήματος χαμηλότερα του 30%, ενώ οι έχοντες χαμηλά και μεσαία εισοδήματα να είναι υποχρεωμένοι να φθάσουν οπωσδήποτε στο 30% για να μην πληρώσουν τον έξτρα φόρο εισοδήματος του 22%. Π.χ. ένας υψηλόμισθος με ετήσιες αποδοχές 200.000 ευρώ αρκεί να δαπανήσει με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής 20.000 ευρώ, ήτοι 10% του ετησίου εισοδήματός του, για να απαλλαγεί από το… άγχος του 22%, ενώ ένας χαμηλόμισθος με ετήσιο εισόδημα 10.000 ευρώ θα πρέπει να δαπανήσει οπωσδήποτε με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής ποσό ίσο με το 30% του εισοδήματός του. Ο πρώτος, αν και με πολύ μεγαλύτερα περιθώρια πραγματοποίησης καταναλωτικών δαπανών, θα χρειαστεί ουσιαστικά να καλύψει ποσοστό μειωμένο στο 1/3 σε σχέση με τον δεύτερο.
3 Ευνοϊκότερη αντιμετώπιση και για όσους τα εισοδήματα προέρχονται κατά ποσοστό πολύ μεγάλο από πηγές μη υπαγόμενες στο μέτρο. Έτσι όπως έχει διατυπωθεί στο φορολογικό νομοσχέδιο η παράγραφος που προβλέπει την αφαίρεση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης από τη βάση υπολογισμού του 30%, οι φορολογούμενοι των οποίων τα εισοδήματα από πηγές μη υπαγόμενες στο μέτρο του 30% καταλαμβάνουν ποσοστό μεγάλο στο σύνολο των εισοδημάτων τους θα είναι, αδίκως, περισσότερο ευνοούμενοι από αυτούς οι οποίοι έχουν εισοδήματα κυρίως ή αποκλειστικά από πηγές που υπάγονται στο μέτρο. Για παράδειγμα, ένας φορολογούμενος με ετήσιο εισόδημα 20.000 ευρώ από ατομικές επιχειρήσεις και 40.000 ευρώ από κέρδη λόγω επενδύσεων σε μετοχές και ομόλογα θα έχει το εξής «προνόμιο» σε σύγκριση με έναν ο οποίος έχει εισόδημα 20.000 ευρώ προερχόμενο αποκλειστικά από ατομικές επιχειρήσεις:
Στην περίπτωση του πρώτου φορολογούμενου, για τον υπολογισμό της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης που θα αφαιρεθεί από τη βάση υπολογισμού του 30% θα πρέπει να ληφθεί υπόψη αναγκαστικά και το μη υπαγόμενο στο μέτρο του 30% κομμάτι του εισοδήματός του, δηλαδή και αυτό που προέρχεται από κέρδη λόγω τοποθετήσεων σε μετοχές και ομόλογα! Κι αυτό διότι, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, σε ειδική εισφορά αλληλεγγύης υπόκειται το άθροισμα των εισοδημάτων κάθε φορολογούμενου από όλες σχεδόν τις πηγές, με ελάχιστες μόνο εξαιρέσεις. Συνεπώς, θα πρέπει να υπολογιστεί ειδική εισφορά αλληλεγγύης επί όλου του εισοδήματος των 60.000 ευρώ και το ποσό αυτής να αφαιρεθεί στη συνέχεια μόνο από το ποσό των 20.000 ευρώ που είναι το υπαγόμενο στο μέτρο «κομμάτι» του εισοδήματος.
Με τον τρόπο αυτό ο συγκεκριμένος φορολογούμενος θα δει τελικά το ποσό του εισοδήματός του που υπάγεται πραγματικά στο μέτρο του 30% να μειώνεται κατά πολύ, καθώς θα συνυπολογιστεί και το ποσό της εισφοράς που αναλογεί και στο εκτός μέτρου εισόδημά του. Αντιθέτως, ο άλλος φορολογούμενος, με το ετήσιο εισόδημα των 20.000 ευρώ, το οποίο προέρχεται μόνο από ατομικές επιχειρήσεις, θα βρεθεί σε δυσμενέστερη θέση, παρά το γεγονός ότι το συνολικό εισόδημά του είναι χαμηλότερο κατά 40.000 ευρώ ή κατά 66% από το συνολικό εισόδημα του πρώτου. Στην περίπτωσή του θα αφαιρεθεί από το εισόδημα των 20.000 ευρώ πολύ μικρότερο ποσό ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης και συγκεκριμένα το ποσό εισφοράς που αναλογεί ακριβώς στα 20.000 ευρώ. Έτσι, στην περίπτωση του φορολογούμενου αυτού το ποσό εισοδήματος που θα απομείνει για να ληφθεί υπόψη προκειμένου να υπολογιστεί το 30% θα είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που θα έχει ληφθεί υπόψη στην περίπτωση του πρώτου φορολογούμενου με το συνολικό εισόδημα των 60.000 ευρώ.
Παράδειγμα με αριθμητικά δεδομένα
Για να γίνει αντιληπτό καλύτερα το μέγεθος της στρέβλωσης στην 3η υποπερίπτωση, παραθέτουμε το παρακάτω παράδειγμα με όλα τα αριθμητικά του δεδομένα:
α) Στον 1ο φορολογούμενο, με το συνολικό ετήσιο εισόδημα των 60.000 ευρώ -από το οποίο τα 20.000 ευρώ υπάγονται στο μέτρο του 30% επειδή προέρχονται από επιχειρηματικές δραστηριότητες και τα υπόλοιπα 40.000 ευρώ δεν υπάγονται στο μέτρο του 30% επειδή προέρχονται από υπεραξίες μεταβίβασης μετοχών- αναλογεί ειδική εισφορά αλληλεγγύης ύψους 2.826 ευρώ. Το ποσό αυτό θα πρέπει, έτσι όπως είναι διατυπωμένη η διάταξη στο φορολογικό νομοσχέδιο, να αφαιρεθεί από το ποσό των 20.000 ευρώ και να το μειώσει στα 17.174 ευρώ. Συνεπώς, το 30% θα πρέπει να υπολογιστεί επί των 17.174 ευρώ, οπότε το ποσό δαπανών που πρέπει να καλύψει ο φορολογούμενος αυτός θα είναι 5.152,20 ευρώ (17.174 ευρώ Χ 30%).
β) Στον 2ο φορολογούμενο, με το συνολικό ετήσιο εισόδημα των 20.000 ευρώ -το οποίο προέρχεται αποκλειστικά από επιχειρήσεις και υπάγεται εξ ολοκλήρου στο μέτρο του 30%- αναλογεί ειδική εισφορά αλληλεγγύης ύψους μόλις 176 ευρώ. Το ποσό αυτό θα αφαιρεθεί από το εισόδημα των 20.000 ευρώ και θα το μειώσει στα 19.824 ευρώ. Συνεπώς, στην περίπτωση του φορολογούμενου αυτού, το 30% θα πρέπει να υπολογιστεί επί των 19.824 ευρώ, οπότε το ποσό δαπανών που πρέπει να καλύψει ο φορολογούμενος αυτός θα είναι 5.947,20 ευρώ (19.824 ευρώ Χ 30%), δηλαδή υψηλότερο κατά 795 ευρώ από του πρώτου με το συνολικό εισόδημα των 60.000 ευρώ.