Τρόπους με τους οποίους θα «περάσει» στην κοινή γνώμη η επικείμενη μείωση στο αφορολόγητο επιχειρεί να βρει το οικονομικό επιτελείο και το Μέγαρο Μαξίμου, με την απόφαση για περικοπή του να είναι ειλημμένη, προκειμένου να βρεθούν ισοδύναμα για τις ελαφρύνσεις στις επιχειρήσεις.
Μπορεί ο φιλοκυβερνητικός Τύπος να κάνει λόγο για «διατήρηση του αφορολογήτου», ωστόσο σε όλα τα ρεπορτάζ προστίθεται ένα «αλλά», μία λεπτομέρεια που κρύβει εν προκειμένω το… διάβολο.
Στο επιτελείο του Κυριάκου Μητσοτάκη η απόφαση για περικοπή του αφορολογήτου από τα 8.636 ευρώ που είναι σήμερα στα 6.500 ευρώ είναι ειλημμένη.
Και τούτο, διότι με τις φορολογικές ελαφρύνσεις στις επιχειρήσεις και τα μερίσματα που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση της ΝΔ, αλλά και την περαιτέρω μείωση του ΕΝΦΙΑ για περιουσίες άνω του 1 εκατ. ευρώ, προκύπτει σημαντικό δημοσιονομικό κενό για τη νέα χρονιά προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, που υπολογίζεται στο 1,5 δισ. ευρώ.
Υπενθυμίζεται ότι τυχόν μείωση του αφορολογήτου, που θα σημάνει οριζόντια επιβάρυνση για όλους τους φορολογούμενους, όπως είχε επιβάλλει το ΔΝΤ θα απέφερε στα δημόσια έσοδα πάνω από 1,8 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με τον σχεδιασμό που επεξεργάζεται το οικονομικό επιτελείο του Χρήστου Σταϊκούρα, ο φορολογούμενος θα μπορεί να απολάβει του αφορολογήτου στα 8.636 ευρώ, μόνο υπό την προϋπόθεση ότι θα παρουσιάζει πρόσθετες ηλεκτρονικές συναλλαγές.
Δηλαδή, ο φορολογούμενος για να έχει το πρόσθετο αφορολόγητο θα πρέπει να παρουσιάζει περισσότερες ηλεκτρονικές συναλλαγές από αυτές που απαιτούνται σήμερα.
Υπενθυμίζεται ότι η μείωση του αφορολογήτου είχε ψηφιστεί το 2017 στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης του μνημονίου, κατόπιν επιταγής του ΔΝΤ και είχε ακυρωθεί με τροπολογία από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2019, δεδομένου ότι ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% επιτυγχάνεται χωρίς την περικοπή του αφορολογήτου.