Τις πολιτικές που πρέπει να υλοποιηθούν άμεσα προκειμένου να ολοκληρωθεί η έξοδος της Ελλάδας από την κρίση ανέλυσε διεξοδικά ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδας και του ΕΒΕΑ κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος στην ομιλία του κατάτις εργασίες της γενικής συνέλευσης της ΚΕΕ που πραγματοποιήθηκε στη Ρόδο.
Ολόκληρη η ομιλία του Κ. Μίχαλου:
«Θέλω κατ’ αρχήν να ευχαριστήσω το Επιμελητήριο Δωδεκανήσου για τη θερμή φιλοξενία και να συγχαρώ τους συναδέλφους για την άρτια διοργάνωση της Γενικής Συνέλευσης.
Διανύουμε την πρώτη χρονιά μετά την ολοκλήρωση των μνημονίων και όλα δείχνουν ότι μπορούμε να κοιτάζουμε μπροστά, με περισσότερη αισιοδοξία.
Το 2018 είχαμε ανάπτυξη της τάξης του 2% και ο ίδιος ρυθμός αναμένεται να διατηρηθεί και τη φετινή χρονιά.
Και βεβαίως στις αρχές Μαρτίου είχαμε ένα σημαντικό ορόσημο στην πορεία ανάκαμψης της χώρας από την κρίση, με την επιτυχή έκδοση του 10ετούς ομολόγου για πρώτη φορά από το 2010.
Η ελληνική οικονομία ακολουθεί πλέον θετική τροχιά κι αυτό αναγνωρίζεται από όλους.
Ωστόσο, η πορεία αυτή δεν είναι εξασφαλισμένη, ούτε έχει αποκτήσει ακόμη την ταχύτητα και το δυναμισμό που χρειάζεται.
Για να καλύψει το χαμένο έδαφος και να μη βρεθεί ξανά σε αδιέξοδο, η Ελλάδα χρειάζεται υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης.
Οι οποίοι πρέπει να προέλθουν από την υλοποίηση νέων επενδύσεων, από την αύξηση της εξωστρέφειας. Από τη δραστηριότητα περισσότερων, υγιών, ανταγωνιστικών επιχειρήσεων.
Σε αυτό το μέτωπο, τα πράγματα δεν είναι ακόμη όπως θα θέλαμε.
Το 2018 πράγματι η χώρα πέτυχε τους δημοσιονομικούς στόχους, με υπεραπόδοση μάλιστα ως προς το πρωτογενές πλεόνασμα. Ωστόσο, το τίμημα ήταν βαρύ. Για τις επιχειρήσεις και για την αγορά. Για την αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας.
Ο στόχος για το πλεόνασμα επιτεύχθηκε μέσα από τη δραστική μείωση των δημοσίων επενδυτικών δαπανών. Ψαλιδίστηκε, δηλαδή, για άλλη μια χρονιά το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, το οποίο θα έπρεπε αυτή την περίοδο να αποτελεί το βασικό εργαλείο χρηματοδότησης μιας εθνικής αναπτυξιακής πολιτικής.
Επιπλέον, συνεχίστηκαν οι καθυστερήσεις στην αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του κράτους προς τον ιδιωτικό τομέα, σε μια περίοδο όπου οι επιχειρήσεις συνεχίζουν να υποφέρουν από την έλλειψη ρευστότητας.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να γράφουμε υπερπλεόνασμα, αλλά με τρόπο που στερεί πολύτιμους πόρους από την πραγματική οικονομία.
Κι αυτό τη στιγμή που ξέρουμε ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, είναι η ανεπαρκής χρηματοδότηση της ανάπτυξης. Το γεγονός ότι δεν υπάρχουν πόροι για να στηρίξουν την πραγματοποίηση νέων επενδύσεων και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Πώς θα χρηματοδοτηθεί η ανάπτυξη, όταν οι τράπεζες δεν παρέχουν νέες πιστώσεις;
Πώς θα χρηματοδοτηθεί η ανάπτυξη, όταν το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων συρρικνώνεται;
Το 2018 οι επενδύσεις κατέρρευσαν, με το δείκτη να σημειώνει μείωση της τάξης του 12% σε σύγκριση με το 2017.
Η αναλογία των επενδύσεων ως προς το ΑΕΠ περιορίστηκε στο 11%. Πρόκειται για τη χειρότερη επίδοση των τελευταίων δεκαετιών.
Η οποία κατατάσσει την Ελλάδα στην τελευταία θέση της Ευρώπης ως προς τις επενδύσεις και μάλιστα με τεράστια διαφορά σε σχέση με το μέσο όρο.
Εάν δεν αντιστραφεί γρήγορα η πορεία των επενδύσεων, η αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας δεν θα έχει πολλές ελπίδες.
Στον τομέα της εξωστρέφειας, τώρα, τα πράγματα είναι καλύτερα. Οι εξαγωγές πράγματι σημείωσαν εντυπωσιακές επιδόσεις την περασμένη χρονιά.
Ωστόσο, οι επιδόσεις αυτές εξακολουθούν να υπολείπονται σε σχέση με αυτές άλλων χωρών, που βγήκαν από οικονομικές κρίσης.
Η αξία των εξαγωγών της Πορτογαλίας, για παράδειγμα, είναι περίπου διπλάσια.
Οι εξαγωγές του μεταποιητικού κλάδου εξακολουθούν να έχουν χαμηλή προστιθέμενη αξία: χαμηλό τεχνολογικό περιεχόμενο και βαθμό διαφοροποίησης.
Και βέβαια, το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών γίνεται ακόμα από πολύ λίγες, μεγάλες επιχειρήσεις, ενώ οι Μικρομεσαίοι εξακολουθούν να υστερούν.
Όλα αυτά δείχνουν ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για εφησυχασμό.
Περιμέναμε και περιμένουμε ακόμη, να γίνουν περισσότερα για την ανάπτυξη.
Περιμένουμε περισσότερα για τις επενδύσεις και την εξωστρέφεια.
Περιμένουμε περισσότερα για τη στήριξη της ελληνικής επιχείρησης, ώστε να μπορέσει να αναλάβει το ρόλο που της αναλογεί και της αξίζει, σε αυτή την προσπάθεια.
Αν θέλουμε να αφήσουμε πίσω μας οριστικά την κρίση, χρειαζόμαστε ένα βιώσιμο, ευνοϊκό επενδυτικό και επιχειρηματικό περιβάλλον.
Ζήτημα πρώτης προτεραιότητας σε αυτό το πλαίσιο, εξακολουθεί να είναι η αποκατάσταση ομαλών συνθηκών χρηματοδότησης από το τραπεζικό σύστημα.
Χρειάζονται δραστικές λύσεις, κυρίως για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Μόνο αν οι τράπεζες καταφέρουν να απαλλαγούν από το βάρος αυτό, θα μπορέσουν να εστιάσουν ξανά στην πιστωτική επέκταση και στην κερδοφορία τους.
Η διαχείριση του προβλήματος πρέπει βεβαίως να συνοδευτεί από ένα αποτελεσματικό πλαίσιο για τη ρύθμιση των επιχειρηματικών οφειλών.
Ο λόγος που τα χρέη συσσωρεύονται όλα αυτά τα χρόνια, είναι ότι οι επιχειρήσεις και οι επαγγελματίες, στη συντριπτική τους πλειονότητα, αδυνατούν να πληρώσουν.
Αδυνατούν, όχι εξαιτίας κακών πρακτικών, αλλά γιατί παλεύουν να επιβιώσουν σε μια οικονομία που συρρικνώθηκε κατά 25%.
Τα Επιμελητήρια υποστήριξαν από την αρχή τη λειτουργία του Εξωδικαστικού Μηχανισμού Ρύθμισης Οφειλών, σε διάλογο με την Πολιτεία.
Επισημάναμε αδυναμίες και προτείναμε συγκεκριμένες τροποποιήσεις για τη βελτίωση του νομοθετικού πλαισίου.
Επιδιώξαμε τη διεύρυνση των κριτηρίων ένταξης, για να επωφεληθούν περισσότερες επιχειρήσεις.
Επιδιώξαμε την απλοποίηση της διαδικασίας ένταξης και άλλες βελτιώσεις, για τη διευκόλυνση των επιχειρήσεων και των επαγγελματιών.
Η διεκδίκησή μας ήταν επιτυχημένη και πολλές από τις προτάσεις μας υλοποιήθηκαν.
Βεβαίως υπάρχει ακόμη χώρος για βελτίωση και επιτάχυνση της διαδικασίας, με δεδομένο τον τεράστιο αριθμό των επιχειρήσεων που αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους.
Θα θέλαμε, επίσης, να δούμε μια πιο ενεργή και θετική ανταπόκριση και από την πλευρά των τραπεζών.
Οι οποίες έχουν κάθε λόγο να αξιοποιήσουν αυτό το μηχανισμό, αφού οι επιχειρήσεις που καταφέρνουν μέσω της ρύθμισης να παραμείνουν βιώσιμες, θα αποπληρώσουν τα χρέη τους.
Και βέβαια, αυτό που δεν θα πάψουμε να αναδεικνύουμε, ως Επιμελητηριακή Κοινότητα, είναι η ανάγκη μείωσης της φορολογικής και ασφαλιστικής επιβάρυνσης.
Με τον προϋπολογισμό του 2019, είχαμε μια σειρά από θετικά μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση.
Τα μέτρα αυτά ήταν σαφώς μια ευπρόσδεκτη βοήθεια.
Ωστόσο για να δοθεί η ανάσα που χρειάζεται η αγορά, για να κινητοποιηθούν νέες επενδύσεις και επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, χρειάζονται ακόμη περισσότερες ελαφρύνσεις.
Οι προτάσεις μας στο μέτωπο αυτό είναι γνωστές: δραστική απλοποίηση της φορολογικής νομοθεσίας, καθιέρωση flat tax για τις επιχειρήσεις στο 15%, θέσπιση ενιαίας φορολογικής κλίμακας, μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, από το 20% στο 10%.
Στο σημείο αυτό, επιτρέψτε μου να αναφερθώ και στην πολύ μεγάλη επιτυχία της ΚΕΕ που επετεύχθη κατά την πρόσφατη ψήφιση του Ν.4605/2019.
Στο νόμο αυτό, μετά από επίμονες προσπάθειες της Ένωσης που είναι αλήθεια ότι διήρκησαν αρκετούς μήνες εντατικής συνεργασίας με το Υπουργείο Ανάπτυξης και τα επιτελεία του, καταφέραμε να περάσουμε πολύ σημαντικές διατάξεις, ειδικά για Επιχειρηματικά Πάρκα και τις Άτυπες Συγκεντρώσεις που αναβαθμίζουν σημαντικά τη θέση των Επιμελητηρίων σε αυτές τις περιβαλλοντικές και αναπτυξιακές επενδύσεις.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι προτάσεις που ψηφίστηκαν στο νόμο αυτό, αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγματεύσεων με πολλές κυβερνήσεις, για πέντε και πλέον χρόνια και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μιλάμε για σημαντική επιτυχία της Ένωσης.
Αξιολογώντας νομοθετικές ρυθμίσεις που μας ενδιαφέρουν, η σημαντικότερη είναι ότι τα Επιμελητήρια μπορούν να αναλάβουν σημαντικές πρωτοβουλίες για να αναπτύξουν Πάρκα, αποδεσμεύοντας κεφάλαια από τα αποθεματικά τους.
Η Επιμελητηριακή Κοινότητα διεκδικεί, επιπλέον, την προώθηση μιας σειράς μεταρρυθμίσεων και μέτρων, οι οποίες θα συμβάλουν στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και θα επιταχύνουν την ανάπτυξη.
• Χρειαζόμαστε μεταρρυθμίσεις για μια αποτελεσματικότερη δημόσια διοίκηση, για αναβάθμιση της ποιότητας της νομοθετικής διαδικασίας, αλλά και της λειτουργίας των θεσμών.
• Χρειαζόμαστε επιτάχυνση των αποκρατικοποιήσεων, προσαρμογή της εργατικής νομοθεσίας στα ευρωπαϊκά δεδομένα, επιτάχυνση της διαδικασίας απονομής της δικαιοσύνης, αναμόρφωση του Πτωχευτικού Κώδικα, ολοκλήρωση του εθνικού και χωροταξικού σχεδιασμού και κωδικοποίηση των χρήσεων γης.
• Χρειαζόμαστε μια νέα εθνική πολιτική για τη μεταποίηση: με ανάδειξη και ενίσχυση δυναμικών κλάδων, με πολιτικές για τη μείωση του ενεργειακού κόστους, με νέα στρατηγική για τη χρηματοδότηση επενδύσεων.
• Χρειαζόμαστε μέτρα για την ενίσχυση της Μικρομεσαίας Επιχειρηματικότητας: ευέλικτα χρηματοδοτικά εργαλεία, κίνητρα και παρεμβάσεις που ευνοούν την επιχειρηματική μεγέθυνση, την καλλιέργεια δεξιοτήτων, την εξωστρέφεια, την πρόσβαση στην καινοτομία.
• Χρειαζόμαστε αποτελεσματικότερη σύνδεση των Πανεπιστημίων με τον κόσμο της παραγωγής. Τη δυνατότητα να υπάρξουν συνεργασίες με τον ιδιωτικό τομέα, για τη χρηματοδότηση της έρευνας και την αξιοποίηση της γνώσης για την ανάπτυξη της καινοτομίας.
To 2019 είναι χρονιά διεξαγωγής εθνικών, αυτοδιοικητικών εκλογών και ευρωπαϊκών εκλογών.
Το τελευταίο που χρειαζόμαστε, είναι να συνεχιστεί η «παράδοση» της προεκλογικής παροχολογίας, των υποσχέσεων και της χαλάρωσης στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.
Αυτό που ζητάμε από όλους είναι να αφήσουν στην άκρη τις ανούσιες αντιπαραθέσεις.
Και να παρουσιάσουν ξεκάθαρα τις θέσεις και τις προτάσεις τους, για το πώς θα μπορέσει να επιταχυνθεί η ανάπτυξη.
Να μας πουν πώς σκοπεύουν να στηρίξουν την επιχειρηματική δραστηριότητα. Τις επενδύσεις, τη δημιουργία νέων, βιώσιμων θέσεων εργασίας.
Μετά από μια δύσκολη δεκαετία, έχουμε την ευκαιρία να πάμε και πάλι μπροστά.
Έχουμε την ευκαιρία να καλύψουμε το χαμένο έδαφος και – κυρίως – να διασφαλίσουμε ότι η χώρα μας δεν θα μπει ξανά σε παρόμοιες περιπέτειες στο μέλλον.
Μπορούμε να τα καταφέρουμε, με σχέδιο, με σοβαρότητα και υπευθυνότητα. Με πίστη στις δυνατότητες των ελληνικών επιχειρήσεων και των ανθρώπων τους.
Οι επιχειρήσεις είναι αυτές που μπορούν και πρέπει να οδηγήσουν το δρόμο στη νέα εποχή της ελληνικής οικονομίας, μετά την κρίση.
Κι εμείς θα συνεχίσουμε να προχωρούμε δίπλα τους. Θα συνεχίσουμε να μεταφέρουμε καθαρά και δυνατά τη φωνή τους στα κέντρα λήψης αποφάσεων.
Θα συνεχίσουμε να διεκδικούμε ένα περιβάλλον, στο οποίο θα μπορέσουν να κερδίσουν το μέλλον που τους αξίζει».