«Σύμφωνα με τις προβλέψεις του προϋπολογισμού, το 2019 θα υπάρχει χώρος για να διατηρηθεί ένα μέρος των αντιμέτρων μαζί με την προσωπική διαφορά στις συντάξεις» τονίζει σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ- ΜΠΕ ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, Φραγκίσκος Κουτεντάκης, δύο μέρες πριν από την κατάθεση του νέου προϋπολογισμού.
Στη συνέντευξή του ο Φ. Κουτεντάκης αναφέρει ότι οι δημοσιονομικές δεσμεύσεις της χώρας είναι συγκεκριμένες και δεν υπάρχει περιθώριο να μην τηρηθούν.
Επισημαίνει ωστόσο ότι είναι σημαντικό οι εξαγγελίες της κυβέρνησης και των κομμάτων της αντιπολίτευσης «να μη στείλουν μηνύματα που μπορούν να αμφισβητήσουν αυτές τις δεσμεύσεις και να διαταράξουν τις προσδοκίες που έχουν δημιουργηθεί σχετικά με τη θετική δημοσιονομική πορεία της χώρας».
Ο ίδιος πάντως ξεκαθαρίζει ότι στην τελευταία έκθεση του Γραφείου του Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή δεν υπάρχει η πρόβλεψη ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα ανέλθει φέτος στο 4,5% του ΑΕΠ και ότι αυτό που καταγράφεται είναι η υπέρβαση του κατά 1,1 δισ. ευρώ το εννεάμηνο σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι.
Σχετικά με την ιταλική κρίση ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή εκφράζει την αισιοδοξία του ότι η Ευρώπη θα βρει τελικά λύση, παρ’ ότι οι εξελίξεις, μέχρι τώρα, προκαλούν ανησυχία στις αγορές και αύξηση των επιτοκίων όχι μόνο για την Ιταλία αλλά και για μικρότερες χώρες του ευρώ όπως η Ελλάδα.
Και όπως αναφέρει: «Αυτό μπορεί να προκαλέσει έναν ανασχεδιασμό της πορείας επανόδου στις αγορές που δεν θα δημιουργήσει πρόβλημα υπό την προϋπόθεση ότι η ιταλική κρίση θα ξεπεραστεί σχετικά σύντομα χωρίς να προκαλέσει αύξηση της αποστροφής κινδύνου των διεθνών επενδυτών με διάρκεια χρόνου».
Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη του επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή Φραγκίσκου Κουτεντάκη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και τον Σ. Πολίτη:
ΕΡ: Εκτιμάτε ότι η ελληνική οικονομία μπορεί να επιτύχει τον στόχο 3,5% του ΑΕΠ για το πρωτογενές πλεόνασμα τα επόμενα χρόνια χωρίς την περικοπή των συντάξεων που είναι και βασικό επιχείρημα της κυβέρνησης για την κατάργηση του προνομοθετημένου μέτρου;
ΑΠ: Ο στόχος του 3,5% έχει επιτευχθεί από το 2016 και σύμφωνα με τα στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού φαίνεται ότι θα επιτευχθεί και φέτος. Συνεπώς, αν δεν υπάρξει κάποια μεγάλη αρνητική μεταβολή, το ίδιο αναμένεται να συμβεί και του χρόνου.
Άρα δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο στόχος μπορεί να επιτευχθεί και χωρίς το πακέτο μέτρων – αντιμέτρων.
Αντίθετα, σύμφωνα με τις προβλέψεις του προϋπολογισμού, το 2019 θα υπάρχει χώρος για να διατηρηθεί ένα μέρος των αντιμέτρων μαζί με την προσωπική διαφορά στις συντάξεις. Βεβαίως οι αποφάσεις δεν είναι τεχνικές αλλά πολιτικές.
ΕΡ: Για φέτος προβλέπετε πλεόνασμα 4,5%;
ΑΠ: Επιτρέψτε μου να διευκρινίσω ότι η έκθεση δεν αναφέρει πουθενά τέτοια πρόβλεψη. Αυτό που καταγράφουμε είναι μια προσέγγιση του αποτελέσματος της γενικής κυβέρνησης σε όρους προγράμματος για το εννιάμηνο, όπου προκύπτει μια υπέρβαση κοντά στο 1,1 δισ. σε σχέση με πέρσι.
Αν το τελευταίο τρίμηνο κινηθεί στα περσινά επίπεδα και αν δεν υπάρξουν μεγάλες προσαρμογές, τότε το αποτέλεσμα μπορεί να φτάσει κοντά στο 4,5%. Όμως αυτό δεν είναι καθόλου δεδομένο και σίγουρα δεν συνιστά πρόβλεψη του Γραφείου Προϋπολογισμού.
ΕΡ: Η χώρα έχει εισέλθει σε εκλογικό κύκλο με εξαγγελίες παροχών από την κυβέρνηση και τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Οι εξαγγελίες αυτές είναι ικανές να διαταράξουν τις δημοσιονομικές δεσμεύσεις;
ΑΠ: Οι δημοσιονομικές δεσμεύσεις είναι συγκεκριμένες και δεν υπάρχει περιθώριο να μην τηρηθούν. Ωστόσο είναι σημαντικό να μη στείλουν οι εξαγγελίες μηνύματα που μπορούν να αμφισβητήσουν αυτές τις δεσμεύσεις και να διαταράξουν τις προσδοκίες που έχουν δημιουργηθεί σχετικά με τη θετική δημοσιονομική πορεία της χώρας.
Πρέπει να θυμόμαστε ότι από τη στιγμή που βγήκαμε από το πρόγραμμα, η ομαλή πορεία της χώρας εξαρτάται από τη δυνατότητα δανεισμού από τις διεθνείς αγορές με βιώσιμους όρους.
ΕΡ: Παρακολουθούμε παράλληλα να εξελίσσεται ένα σήριαλ δικαστικών αποφάσεων για την επιστροφή αναδρομικών στους συνταξιούχους όπως και σε άλλες κοινωνικές ομάδες οι οποίες υπέστησαν περικοπές λόγω μνημονίων. Δεδομένου του εκλογικού κύκλου στον οποίο βρισκόμαστε φοβάστε ότι μπορεί να υπάρξει ένα κύμα διεκδικήσεων που θα υπονομεύσει τους στόχους της δημοσιονομικής πολιτικής;
ΑΠ: Πράγματι οι δικαστικές διεκδικήσεις αποτελούν έναν παράγοντα δημοσιονομικής αβεβαιότητας. Οι νομοθετικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή των τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων είναι επιβεβλημένες για τη συνταγματική τάξη.
Ωστόσο, δεν είναι απόλυτα σαφές γιατί σε κάποιες περιπτώσεις οι περικοπές ήταν συνταγματικές και σε κάποιες άλλες όχι και αυτό μπορεί να προκαλέσει επιπλέον δικαστικές διεκδικήσεις από άλλες κατηγορίες μισθωτών ή συνταξιούχων.
Το ενδεχόμενο κόστος είναι δύσκολο να προβλεφθεί αλλά οπωσδήποτε είναι σημαντικό το δημοσιονομικό ρίσκο.
ΕΡ: Πόσο σοβαρός για την ελληνική οικονομία είναι ο ιταλικός κίνδυνος; Και τι συνεπάγεται για τις προσπάθειες επανόδου της χώρας στις αγορές δεδομένου ότι η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου βρίσκεται πάνω από το 4%;
ΑΠ: Η Ευρώπη έχει αποδείξει ότι μπορεί μέσα από τις εντάσεις να βρίσκει τελικά λύσεις και ευελπιστούμε ότι το ίδιο θα συμβεί και με την Ιταλία.
Ωστόσο οι μέχρι τώρα εξελίξεις προκαλούν ανησυχία στις αγορές και σε αύξηση των επιτοκίων όχι μόνο για την Ιταλία αλλά και για τις μικρότερες χώρες της ζώνης του ευρώ, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας.
Αυτό μπορεί να προκαλέσει έναν ανασχεδιασμό της πορείας επανόδου στις αγορές που δεν θα δημιουργήσει πρόβλημα υπό την προϋπόθεση ότι η ιταλική κρίση θα ξεπεραστεί σχετικά σύντομα χωρίς να προκαλέσει αύξηση της αποστροφής κινδύνου των διεθνών επενδυτών με διάρκεια χρόνου.
ΕΡ: Η ανάπτυξη έχει επιστρέψει αλλά κινείται στα επίπεδα του 2%. Τι πρέπει να γίνει για να «τιναχθεί το ελατήριο»; Μήπως είναι λύση η δραστική μείωση των φόρων;
ΑΠ: Ο ρυθμός ανάπτυξης είναι μάλλον φυσιολογικός για μια αναπτυγμένη οικονομία όπως η ελληνική. Σίγουρα θα προτιμούσαμε ταχύτερους ρυθμούς, ωστόσο δεν θα πρέπει να καλλιεργηθούν εξωπραγματικές προσδοκίες.
Η οικονομική πολιτική πρέπει να είναι προσγειωμένη και συνετή ώστε να μην επιστρέψουμε στα δομικά λάθη του παρελθόντος που οδήγησαν στο δημοσιονομικό εκτροχιασμό και την κρίση.
Τα περιθώρια στα οποία πρέπει να κινηθεί η χώρα είναι συγκεκριμένα. Συνεπώς δραστική μείωση των φόρων, όπως λέτε, δεν μπορεί να γίνει χωρίς να συνοδευτεί από αντίστοιχη δραστική μείωση των δαπανών.