«Έχοντας επιτύχει τους στόχους που έχουν δεσμευτεί για το 2017 και το πρώτο εξάμηνο του 2018 οι τράπεζες συνεχίζουν την πολύ μεγάλη προσπάθεια που βρίσκεται σε εξέλιξη για τη μείωση των κόκκινων δανείων.
Τα νούμερα είναι η απόδειξη που δεν μπορεί να διαψευστεί από κανένα: από τα 110 δισ. ευρώ μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) το 2015, έχουν υποχωρήσει στα 88 δισ. ευρώ, πάνω από 22 δισ. ευρώ και συνεχίζουμε με πιο ισχυρούς ρυθμούς, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι και για το 2019, που προβλέπουν μείωση κοντά στα 60 δισ. ευρώ», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ επιτελικό στέλεχος τράπεζας, με αφορμή τις μεγάλες πιέσεις που δέχθηκαν οι τράπεζες στο Χρηματιστήριο και τις ανησυχίες που εκφράστηκαν για τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν την μεγάλη αυτή πρόκληση.
«Απώτερος στόχος των τραπεζών είναι το 2021 τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα να υποχωρήσουν γύρω στο 20% των συνολικών δανείων, από το μέσο όρο τού μόλις 5% που είναι σήμερα στην Ευρώπη, γεγονός που δείχνει ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο εφησυχασμού αλλά αντίθετα εντατικοποίησης των προσπαθειών, ώστε να πειστούν οι αγορές», προσθέτει, δείχνοντας τον δρόμο που έχει ακόμη να διανύσει το τραπεζικό σύστημα για να συγκλίνει με τα ευρωπαϊκά δεδομένα αναφορικά με τα κόκκινα δάνεια.
Στο 4% τα μη εξυπηρετούμενα στα νέα δάνεια, κάτω του μέσου όρου σε ΕΕ
Από την ανάλυση των πρόσφατων οικονομικών αποτελεσμάτων των τραπεζών θετικό κρίνεται και το γεγονός τής μη δημιουργίας νέας γενιάς μη εξυπηρετούμενων δανείων, γεγονός που δείχνει ότι η αγορά έχει εξορθολογιστεί.
Σύμφωνα με συγκλίνουσες εκτιμήσεις στον τομέα της λιανικής στις χρηματοδοτήσεις που δόθηκαν από το 2011 και μετά, κυμαίνονται κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και συγκεκριμένα κάτω από 4%, με τον μέσο όρο της ΕΕ να είναι οριακά πάνω από το 5%.
Σε κάθε δημόσια παρέμβαση τους τα διοικητικά στελέχη των ελληνικών τραπεζών τονίζουν επίσης ότι η ρευστότητα στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα έχει πλέον αποκατασταθεί και οι τράπεζες έχουν ξεκινήσει τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, επισημαίνοντας πάντως ότι η ζήτηση είναι ακόμη σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα, γεγονός που κρατά τους ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης σε οριακά επίπεδα.
Δίνεται έμφαση στην επιστροφή καταθέσεων που συνεχίζεται και το 2018, με 4 δισ. καταθέσεις επιπλέον να έχουν επιστρέψει το 2018 καθώς και στο μηδενισμό σχεδόν της χρηματοδότησης των τραπεζών μέσω του ακριβού ELA από 86 δισ. ευρώ που είχε ανέλθει το καλοκαίρι του 2015.
Επίσης θετικό κρίνεται το γεγονός της περαιτέρω ουσιαστικής χαλάρωσης των capital controls, στον δρόμο για την πλήρη κατάργηση τους.
Οι θέσεις των διοικητικών στελεχών εκφράστηκαν και αποτυπώθηκαν με τον πιο επίσημο τρόπο, σε πρόσφατο κύκλο συναντήσεων της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών στις Βρυξέλλες.
Ο πρόεδρος του ΔΣ της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, Νικόλαος Καραμούζης, οι αντιπρόεδροι αυτού κ.κ. Γεώργιος Χαντζηνικολάου, Κώστας Μιχαηλίδης, Βασίλειος Ράπανος και η γενική γραμματέας της ΕΕΤ κα Χαρούλα Απαλαγάκη, σε σειρά συναντήσεων στις Βρυξέλλες, με Επιτρόπους και ανώτερα στελέχη της ΕΕ τόνισαν σύμφωνα με την ανακοίνωση «τις θετικές εξελίξεις που συντελούνται στον ελληνικό τραπεζικό τομέα, μετά από μια μακρά περίοδο κρίσης, ιδίως τη σημαντική βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας, με επιταχυνόμενη επιστροφή καταθέσεων, τον σχεδόν μηδενισμό του δανεισμού των τραπεζών από τον ELA και τη βελτιούμενη πρόσβαση στις αγορές, τη διασφάλιση της κεφαλαιακής επάρκειας, την αναβάθμιση της εταιρικής διακυβέρνησης, την επίτευξη των στόχων μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, ΝΡΕs, της επιτυχούς ολοκλήρωσης του προγράμματος αναδιάρθρωσης μέχρι το τέλος 2018 και τον σημαντικό νομοθετικό και θεσμικό εκσυγχρονισμό του τραπεζικού πλαισίου που συντελέστηκε τα τελευταία χρόνια.
»Επίσης, τονίσθηκε η ανάγκη εξομοίωσης των κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης με τους αντίστοιχους που ισχύουν στο Ευρωπαϊκό πλαίσιο ενώ θα πρέπει, επίσης, να προετοιμαστεί η διαδικασία πλήρους απεμπλοκής του τραπεζικού τομέα από την κρατική και επίσημη στήριξη».
Στην ανακοίνωση της η ΕΕΤ, αφού αναφέρεται στην πολύ σημαντική πρόοδο που υπάρχει στην ελληνική οικονομία, επισημαίνει ότι «επιβάλλεται η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, της δημοσιονομικής σταθερότητας και των αναπτυξιακών πρωτοβουλιών, ενώ είναι αναγκαία η δημιουργία ελκυστικού περιβάλλοντος παραγωγικής και επενδυτικής ώθησης και προσέλκυσης σημαντικών ξένων κεφαλαίων, ώστε να επιστρέψει η χώρα σε ισχυρούς και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης και να ανακτηθεί πλήρως η εμπιστοσύνη των αγορών».
Τα NPEs δεν είναι η μόνη πρόκληση των τραπεζών
Πέραν όμως της αντιμετώπισης των NPEs το εγχώριο τραπεζικό, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις και το διεθνές τραπεζικό, σύστημα βρίσκεται μπροστά στην αντιμετώπιση και άλλων σημαντικών προκλήσεων. Με βασικότερη πρόκληση να αποτελεί ο εντεινόμενος ανταγωνισμός από μη τραπεζικούς φορείς που κερδίζουν μερίδια αγοράς και σημαντικό αριθμό πελατών, ιδιαίτερα μικρότερων ηλικιών καθώς και η είσοδος των νέων τεχνολογιών που αλλάζουν ριζικά τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσαν μέχρι σήμερα οι τράπεζες.
Χαρακτηριστική περίπτωση εμφάνισης νέων παικτών σε διεθνές επίπεδο αποτελούν οι Fintech που εισέρχονται δυναμικά στην τραπεζική αγορά με το ενδιαφέρον των επενδυτών να είναι τεράστιο, έχοντας επενδύσει περισσότερα από έξι δισ. ευρώ το πρώτο τετράμηνο του έτους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με διεθνείς έρευνες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας οι Fintech έχουν αυξήσει τον αριθμό πελατών που χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες τους, κυρίως στον τομέα των πληρωμών και της μεταφοράς χρημάτων, από 18% το 2015, σε 50% το 2017 και αναμενόμενη αύξηση πάνω από 60% το 2018.
Στο πλαίσιο αυτό οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σε διαδικασία ψηφιακού μετασχηματισμού τους που θα τους οδηγήσει στη νέα εποχή, επενδύοντας συνολικά περίπου ένα δισ. ευρώ σε χρονικό ορίζοντα τριετίας, υλοποιώντας συγκεκριμένα σχέδια και δράσεις σε όλη τη δομή λειτουργίας τους.
Άλλες προκλήσεις των ελληνικών είναι η συνέχιση της προσπάθειας μείωσης του κόστους λειτουργίας τους καθώς και η ολοκλήρωση των προγραμμάτων αναδιάρθρωσης για τα οποία έχουν δεσμευτεί οι τράπεζες και προχωρούν στην πιστή υλοποίηση τους.