Θετική είναι η αποτίμηση των τριών ελληνικών προγραμμάτων προσαρμογής από το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών. Σε έκθεσή του διαπιστώνει για την ελληνική οικονομία ότι «ολοκλήρωσε με επιτυχία το τρίτο πρόγραμμα» και ότι υπάρχει ανάπτυξη, αν και όχι με ευρωπαϊκούς ρυθμούς.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της Deutsche Welle, το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών, στο πλαίσιο της μηνιαίας έκθεσης που δημοσιεύει, εκτιμά ότι η Ελλάδα αξιοποίησε τα τρία προγράμματα «για να εφαρμόσει διαρθρωτικές αλλαγές, όπως και για να μειώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών».
Ειδικότερα, όσον αφορά την πορεία της ελληνικής οικονομίας διαπιστώνεται «εκ νέου ανάπτυξη», όχι όμως με τους μέσους ευρωπαϊκούς ρυθμούς, σημειώνοντας ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένει για την Ελλάδα φέτος αύξηση της τάξης του 1,9%, ενώ ο μέσος όρος στην ευρωζώνη θα κυμαίνεται στο 2,1%.
Στην έκθεση περιγράφονται τα επιτεύγματα των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών στην Ελλάδα και μεταξύ αυτών αναφέρονται η βιωσιμότητα των οικονομικών του Δημοσίου, η εγκαθίδρυση μιας ανεξάρτητης φορολογικής Αρχής, οι αλλαγές στο φόρο εισοδήματος, οι μεταρρυθμίσεις στα ασφαλιστικά ταμεία, η καθιέρωση του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης, η ενίσχυση των κανόνων διακυβέρνησης στις συστημικές τράπεζες, η νομοθεσία περί αφερεγγυότητας, η ίδρυση του Υπέρ- ταμείου Ιδιωτικοποιήσεων το 2016.
Επίσης με θετικό τρόπο σχολιάζονται η καθιέρωση της αξιολόγησης των δημόσιων υπαλλήλων και οι ρυθμίσεις για την επιλογή ανώτατων στελεχών στον δημόσιο τομέα.
«Μείωση του χρέους»
Όσον αφορά τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, η έκθεση, επικαλούμενη τις σχετικές εκτιμήσεις της Κομισιόν, εκτιμά ότι αν η Ελλάδα τηρήσει τους δημοσιονομικούς στόχους και οι οικονομικές της επιδόσεις αυξηθούν, όπως αναμένεται, τότε σε βάθος χρόνου θα μειωθεί και το χρέος.
Ωστόσο το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών παραδέχεται ότι τα σενάρια της Κομισιόν «λόγω του μεγάλου χρονικού διαστήματος (έως το έτος 2060) θεωρούνται αβέβαια και δεν μπορούν να θεωρηθούν προγνώσεις».
Σε περίπτωση που η Ελλάδα καταφέρει ετήσιο πλεόνασμα στον προϋπολογισμό 3,5% ως το 2022, στη συνέχεια 2% και ετήσια αντικειμενική ανάπτυξη της οικονομίας κατά 1%, τότε το χρέος της θα μειωθεί το 2060 στο 96,8%.
Στην έκθεση επισημαίνεται επίσης η ελληνική οικονομία παραμένει σε επιτήρηση, όσον αφορά την τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης,
Όπως τονίζει τα παραπάνω θα «ελέγχονται και θα συνοδεύονται» τόσο στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και του Ευρωπαϊκό Εξαμήνου, που ισχύει για όλες τις χώρες της Ευρωζώνης, όσο και από μια «ειδική παρακολούθηση».
Και φυσικά επισημαίνει ότι η απόφαση του Eurogroup είναι ότι η ελάφρυνση του χρέους θα εξαρτηθεί από την πορεία των μεταρρυθμίσεων: «Προκειμένου να αυξήσει την αξιοπιστία της υλοποίησης ενός μέρους των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους, το Eurogroup τα έχει συνδέσει με την παρακολούθηση μετά το τέλος των προγραμμάτων».
Για το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών, η μεγαλύτερη πρόκληση για την Ελλάδα είναι η τήρηση των δημοσιονομικών στόχων (πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% ως το 2022) και τήρηση των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων όπως και η συνέχιση της εφαρμογής των συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση των δυνατοτήτων οικονομικής ανάπτυξης.
Η ενδυνάμωση αυτών των δυνατοτήτων συνιστά «τη σημαντικότερη πρόκληση της Ελλάδας μετά το τέλος των προγραμμάτων» εκτιμούν οι συντάκτες της έκθεσης. Υπό την επιτήρηση της Κομισιόν, του ΕΜΣ και της ΕΚΤ η Ελλάδα θα βρίσκεται έως ότου αποσβεστεί «τουλάχιστον» το 75% των ευρωπαϊκών δανείων.
Ευρωπαϊκή στήριξη
Στην έκθεσή του, το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών επισημαίνει τέλος ότι η Ε.Ε. θα συνεχίσει και στο μέλλον να παρέχει στήριξη για την ανάπτυξη της Ελλάδας.
Τη στήριξη αυτή θα παράσχει μέσω του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, με διάφορα ευρωπαϊκά ταμεία, προγράμματα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, αλλά και της Ευρωπαϊκής Επενδυτικής Τράπεζας, η οποία παρείχε τα τελευταία 5 χρόνια δάνεια και εγγυήσεις ύψους 9 δισ. ευρώ, αλλά και με παροχή βοήθειας στην εφαρμογή συγκεκριμένων μεταρρυθμιστικών σχεδίων από την Ε.Ε. σε συνεργασία με άλλα κράτη-μέλη όπως και διμερείς πρωτοβουλίες.