H Ελλάδα ετοιμάζεται για ακόμη μία χρονιά ρεκόρ στον τουρισμό, καθώς αναμένεται να υποδεχθεί περί τους 32 εκατ. τουρίστες, αναφέρει ο Guardian, υπογραμμίζοντας ότι ο τουρισμός ήταν ο πυλώνας στον οποίο στηρίχθηκε η οικονομία τα τελευταία χρόνια για να αποφύγει την καταστροφή.
Εκφράζει, ωστόσο, ανησυχία για το περιβαλλοντικό κόστος, που έχει η τουριστική ανάπτυξη.
«Μήπως η Ελλάδα είναι υπερβολικά επιτυχημένη (στον τουρισμό) για το δικό της καλό;
»Ο αριθμός των τουριστών αυξάνεται κατά 2 εκατομμύρια την τελευταία τριετία.
»Οι αφίξεις μόνο από την Κίνα διπλασιάστηκαν από το 2017.
»Αλλά με τις προβλέψεις να προβλέπουν νέα ρεκόρ την επόμενη δεκαετία, ένας αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων αναρωτιέται: Μπορεί πραγματικά η Ελλάδα να αντεπεξέλθει;» γράφει το ρεπορτάζ της βρετανικής εφημερίδας, που φέρει τον τίτλο «Ο ελληνικός τουρισμός σε επίπεδο ρεκόρ, εν μέσω συναγερμού για το περιβαλλοντικό κόστος.
Ο Νίκος Χρυσόγελος σχολιάζει στην εφημερίδα:
«Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να έχουμε ολοένα και περισσότερους τουρίστες» και προσθέτει:
«Δεν γίνεται να έχουμε μικρά νησιά, με μικρές κοινότητες να φιλοξενούν 1 εκατομμύριο τουρίστες σε διάστημα λίγων μηνών.
»Υπάρχει κίνδυνος να μην είναι έτοιμες οι υποδομές, να εξελιχθεί σε ένα τεράστιο μπούμεραγκ, εάν εστιάζουμε μόνο στους αριθμούς και δεν κοιτάζουμε να αναπτύσσουμε ένα πιο βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης του τουρισμού».
Κανείς δεν θα μπορούσε να συμφωνήσει περισσότερο από τον δήμαρχο Σαντορίνης, σχολιάζει η εφημερίδα, υπενθυμίζοντας ότι πέρυσι το νησί προσέλκυσε 2 εκατομμύρια τουρίστες αναγκάζοντας τη δημοτική Αρχή να περιορίσει τους επιβάτες των κρουαζιερόπλοιων στους 8.000 ημερησίως.
Η Σαντορίνη προσελκύει πολύ μεγάλο αριθμό από την Ασία.
Η αύξηση είναι τόσο μεγάλη «ώστε να μιλούν ολοένα και περισσότεροι για κατάρα, παρά για ευλογία» αναφέρει ο Guardian.
«Πρόκειται για τεράστια αύξηση και προσπαθούμε συνεχώς να ανταποκριθούμε» τονίζει δήμαρχος Σαντορίνης, Νίκος Ζώρζος.
Το δημοσίευμα πάντως σπεύδει να επισημάνει τα μεγάλα οικονομικά οφέλη του τουρισμού, έναν κλάδο στον οποίο εργάζονται τουλάχιστον ένας στους πέντε Έλληνες.