Στις αστοχίες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου από το 2010 έως σήμερα εστιάζεται η έκθεση της Τραπέζης Πειραιώς που δόθηκε στη δημοσιότητα.
Όπως επισημαίνεται στην ανάλυση της Τραπέζης Πειραιώς η αποτίμηση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους δεν αποτελεί ξεκάθαρο στατιστικό μοντέλο, αλλά ενέχει σημαντικό περιθώριο σφάλματος και τα περιθώρια λάθους καθώς και οι μη ρεαλιστικές εκτιμήσεις είναι μεγαλύτερα όταν σχετίζονται με το μακρινό μέλλον.
Χαρακτηριστικά αναφέρει ότι σύμφωνα με τις αρχικές προβλέψεις του ΔΝΤ η ύφεση το 2011 θα περιοριζόταν στο -2,6% (έναντι τελικής ύφεσης -7,1%), το 2012 προέβλεπε ανάπτυξη 1,1% (έναντι τελικής ύφεσης -7,0%) και το 2013 ανάπτυξη 2,1% (έναντι τελικής ύφεσης -3,9%).
Επίσης υπογραμμίζει ότι “Σύμφωνα με την πρώτη έκθεση του Μαΐου 2010 και ιδιαίτερα του Σεπτεμβρίου 2010, η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους ήταν θέμα ήσσονος σημασίας.
Ξεκινώντας από τα επίπεδα του 115%, κορυφώνονταν το 2013 στο 144% και στη συνέχεια ο συνδυασμός υψηλής ανάπτυξης, πληθωρισμού και πρωτογενών πλεονασμάτων οδηγούσε σε αποκλιμάκωση στα επίπεδα του 111% το 2020.
Καθοριστική στιγμή η οποία θέτει το θέμα της βιωσιμότητας ως καίριο ζήτημα στο ελληνικό πρόγραμμα και τελικά καθορίζει όλες τις μετέπειτα εξελίξεις είναι η αναθεώρηση του χρέους του2009 από τη Eurostat στα τέλη του 2010 από το 115% στο 127%».
Στο «δια ταύτα» η Τράπεζα Πειραιώς αναφέρει ότι τα λάθη του ΔΝΤ στην αποτίμηση της βιωσιμότητας του χρέους παρέχουν πλέον στην Ελλάδα σημαντικά περιθώρια διαπραγμάτευσης, κάτι που ωστόσο προϋποθέτει την συνέχισης της επιτυχημένης υλοποίησης του προγράμματος.
Επιπλέον, η τράπεζα σημειώνει πως οι προβλέψεις του ΔΝΤ αναφορικά με την εξέλιξη του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα για το πώς οι παραδοχές της μεθοδολογίας του ΔΝΤ μπορεί να «προσαρμοστούν» έτσι ώστε τα συμπεράσματα να κατατείνουν σε μια πιο διαχειρίσιμη εξέλιξη του δημόσιου χρέους.