Η απόφαση του Eurogroup ένα θετικό βήμα προς την έξοδο από την κρίση, τόνισε ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του ΕΒΕΑ κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος, μιλώντας στην Δ.Ε. της ΚΕΕ που πραγματοποιήθηκε στο Επιμελητήριο Αγρινίου, δίνοντας ταυτόχρονα το στίγμα για το πρέπει να κάνει η ελληνική κυβέρνηση και τι οι εταίροι μας προκειμένου να μπούμε στην ανάπτυξη.
«Η έκτακτη αυτή Διοικητική Επιτροπή πραγματοποιείται λίγες μέρες μετά τη συμφωνία που σύναψε η ελληνική κυβέρνηση και οι θεσμοί στο τελευταίο Eurogroup στο Λουξεμβούργο.
Το μόνο που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είναι ότι με τη συμφωνία αυτή θα επέλθει ηρεμία στην ελληνική αγορά και ελπίζουμε μέρος της δόσης να κατευθυνθεί προς τον ιδιωτικό τομέα για την αποπληρωμή χρεών του Δημοσίου προς τις επιχειρήσεις.
Η συμφωνία δεν αποτελεί πανάκεια για τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, ωστόσο εξοβελίζει κάθε κίνδυνο νέας αναταραχής και δημιουργεί τις προϋποθέσεις προκειμένου η χώρα να αποτάξει τα δεινά που επιφέρουν τα μνημόνια και σχεδιάζοντας και υλοποιώντας ένα εθνικό σχέδιο ανάπτυξης, να κάνει το άλμα προς τα εμπρός.
Πρέπει να υπάρξει αισιοδοξία και να δούμε το ποτήρι μισογεμάτο και όχι μισοάδειο.
Σε αυτήν την προσπάθεια θα πρέπει να συμμετέχουμε όλοι, κυβέρνηση, μείζονα και ελάσσονα αντιπολίτευση, επιχειρηματικός κόσμος και εργαζόμενοι.
Με την καταβολή της δόσης των 8,5 δισ. ευρώ και αποπληρώνονται τα χρέη μας προς τους δανειστές και περισσεύει ένα σημαντικότατο ποσό που πρέπει, χωρίς καμία δεύτερη σκέψη, να διατεθεί στην αγορά, προκειμένου να κινηθεί η οικονομία και να παράξει πλούτο.
Τα επιμέρους στοιχεία της συμφωνίας θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο καλόπιστου διαλόγου, αρχικά μεταξύ των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων, ώστε να υπάρξει μια κοινή εθνική θέση και στη συνέχεια με τους εκπροσώπους των θεσμών, για να γίνουν βελτιώσεις προς όφελος της ελληνικής οικονομίας και του ελληνικού λαού.
Με δεδομένη, λοιπόν, τη συγκεκριμένη συμφωνία, η κυβέρνηση, με τη στήριξη όλου του πολιτικού κόσμου, θα πρέπει να υλοποιήσει ένα νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα με κινητήριο δύναμη την παραγωγή, την εξωστρέφεια και τις επενδύσεις.
Δεν είναι το ζητούμενο να ξαναβγεί η Ελλάδα στις αγορές και να βρει δανεικά, αλλά να παράγει πλούτο και να καταναλώνει αυτά που παράγει. Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι να αρχίσουμε να δημιουργούμε εμείς τον εθνικό πλούτο που χρειάζεται για να αποκατασταθεί σταδιακά το βιοτικό επίπεδο του ελληνικού λαού.
Οι ρίζες της κρίσης που βιώσαμε τα τελευταία χρόνια και εξακολουθούμε να βιώνουμε βρίσκονται και στις δομικές αδυναμίες της ίδιας της ελληνικής οικονομίας, καθώς και στην πολιτική κουλτούρα η οποία τις εξέθρεψε.
Μια κουλτούρα στηριγμένη στην πελατειακή σχέση των πολιτών με το κράτος, στις δικαιωματικές παροχές, στη διαφύλαξη συντεχνιακών «κεκτημένων», στις εύκολες λύσεις.
Βρίσκονται, επίσης, σε ένα σύστημα εχθρικό προς την ιδιωτική πρωτοβουλία. Ένα σύστημα που δημιουργούσε εμπόδια στην επιχειρηματικότητα, μέσω της υψηλής φορολογίας, της γραφειοκρατίας, των κρατικών μονοπωλίων, των περιορισμών στις αγορές, του ανελαστικού καθεστώτος εργασίας.
Η Ελλάδα για κάποια χρόνια επωφελήθηκε από τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού του ευρώ και τους πόρους των διαρθρωτικών ταμείων, για να χτίσει μια ανάπτυξη προσανατολισμένη σχεδόν αποκλειστικά στην κατανάλωση.
Το μοντέλο αυτό, που οδήγησε σε αύξηση των δημοσίων ελλειμμάτων και σε καθίζηση της ανταγωνιστικότητας, κατέρρευσε μετά την εκδήλωση της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Ένταξη σε μηχανισμό στήριξης, ύφεση, εκτίναξη της ανεργίας, κάθετη πτώση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών.
Σήμερα, όλες οι ελπίδες ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας στηρίζονται στην ανάδειξη ενός νέου αναπτυξιακού υποδείγματος, με κινητήριο δύναμη την παραγωγή, την εξωστρέφεια, τις επενδύσεις.
Αυτό που λείπει, είναι το κατάλληλο περιβάλλον. Λείπουν οι προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν την ανάταξη της ελληνικής οικονομίας και την οικοδόμηση αυτού του νέου μοντέλου.
Η πρώτη από αυτές τις προϋποθέσεις, που πρέπει να διασφαλιστεί, είναι η σταθερότητα και η εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία. Εμπιστοσύνη όσον αφορά τη φερεγγυότητά της. Εμπιστοσύνη όσον αφορά τις προοπτικές της.
Η πρόσφατη απόφαση του Eurogroup είναι ένα θετικό βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση.
Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα οφείλει να διεκδικήσει την προσαρμογή του μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής, προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης.
Ο λόγος είναι προφανής: μια οικονομία που δεν αναπτύσσεται δεν μπορεί να παράγει βιώσιμα πλεονάσματα. Και αντίστοιχα δεν μπορεί να αναπτυχθεί, μια οικονομία που ασφυκτιά από την υπερφορολόγηση, από τη λιτότητα και την έλλειψη ρευστότητας.
Η δεύτερη, λοιπόν, προϋπόθεση για να γυρίσει σελίδα η ελληνική οικονομία είναι η διαμόρφωση ενός σταθερού και ανταγωνιστικού φορολογικού πλαισίου για την επιχειρηματικότητα, τις επενδύσεις και την απασχόληση. Αν δεν υπάρξουν ουσιαστικές παρεμβάσεις προς αυτή την κατεύθυνση, η ανάπτυξη θα αργήσει να έρθει.
Τρίτη προϋπόθεση είναι η επιτάχυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, με στόχο τη βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος.
Εδώ και επτά χρόνια, είναι εμφανής η προσπάθεια των ελληνικών κυβερνήσεων να αποφύγουν ή να αναβάλλουν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που προβλέπουν τα μνημόνια. Πολλές φορές, μάλιστα, ανταλλάσσοντάς τις με οριζόντια μέτρα λιτότητας.
Και αυτό επίσης είναι ένα στοιχείο που διαφοροποιεί – αρνητικά – την Ελλάδα, από χώρες όπως η Ιρλανδία και η Κύπρος, που ανέκαμψαν ταχύτερα από την κρίση.
Τώρα, είναι καιρός οι διαρθρωτικές αλλαγές να προχωρήσουν και να ολοκληρωθούν.
Είναι καιρός να νικήσουμε τον κακό μας εαυτό. Να προσαρμοστούμε στα ευρωπαϊκά δεδομένα, δίνοντας όμως ταυτόχρονα τη μάχη για να πείσουμε όσους κακόπιστους εταίρους να σεβαστούν και αυτοί την ευρωπαϊκή αξία της αλληλεγγύης.
Οι λαοί της Ευρώπης μέσα στο 2017 απέδειξαν ότι μπορούν να νικήσουν τον δικό τους κακό εαυτό και να διώξουν, τουλάχιστον για τα επόμενα χρόνια, τους εφιάλτες της ακροδεξιάς και του λαϊκισμού.
Οι μεγάλοι φόβοι που είχαν δημιουργηθεί στα τέλη του 2016 όταν όλοι «έβλεπαν» την ακροδεξιά να επικρατεί στην Ολλανδία, στην Αυστρία, στη Γαλλία και το λαϊκισμό στην Ιταλία, ευτυχώς, δεν επιβεβαιώθηκαν.
Η Ευρώπη παρέμεινε σε μια ορθολογική πορεία, αλλά αυτό, δυστυχώς, δεν είναι επίτευγμα των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά οφείλεται πρωτίστως στην κουλτούρα των ευρωπαϊκών λαών για δημοκρατία, ανάπτυξη και σύμπνοια.
Οι πολιτικοί ηγέτες της Ευρώπης πρέπει να ερμηνεύσουν σωστά το νόημα των πολιτικών επιλογών των λαών τους και να μη θεωρήσουν εσφαλμένα ότι δεν πρέπει να κάνουν πολλά παραπάνω βήματα για μια πραγματική ευρωπαϊκή ολοκλήρωση που θα οδηγήσει τους λαούς στην ευημερία.
Τα σύννεφα πάνω από την Ευρώπη πρέπει να φύγουν παντελώς και αυτό μπορεί να επιτευχθεί όταν πραγματικά οι πολιτικοί ταγοί της Γηραιάς Ηπείρου κατανοήσουν ότι πρέπει να σκέφτονται και να ενεργούν όχι εθνικιστικά, αλλά ευρωπαϊκά και εθνικά.
Καμία χώρα – μέλος της Ε.Ε. δε θα πρέπει να αντιμετωπίσει από τους άλλους εταίρους συμπεριφορές τέτοιες που θα την εξαναγκάσουν σε έξοδο από την Κοινότητα.
Η ορθή σκέψη λοιπόν που επικράτησε στους ευρωπαϊκούς λαούς θα πρέπει να υπερισχύσει και στις ευρωπαϊκές πολιτικές ηγεσίες, ώστε να διασφαλίσουν ότι η χώρα μας, η Ελλάδα, θα παραμείνει στον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι εταίροι μας πρέπει να αφήσουν τις υπερβολικές απαιτήσεις κι εμείς να σχεδιάσουμε και να υλοποιήσουμε ένα νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα.
Κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν καταφέρουμε να παράγουμε περισσότερα, καλύτερα, διεθνώς εμπορεύσιμα και ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες.
Αν καταφέρουμε να αυξήσουμε τα έσοδα της χώρας, όχι μέσα από το δανεισμό, αλλά μέσα από τις εξαγωγές.
Αν καταφέρουμε να αξιοποιήσουμε καλύτερα τα πλεονεκτήματα του τόπου μας, για να προσελκύσουμε νέες παραγωγικές επενδύσεις, να δημιουργήσουμε νέες θέσεις εργασίας.
Οι δυνατότητες δεν λείπουν – και δεν έλειψαν ποτέ – ούτε από τη χώρα, ούτε από τις επιχειρήσεις της. Υπάρχουν σήμερα αρκετοί τομείς, κλάδοι και δραστηριότητες, που διαθέτουν εξωστρεφή προσανατολισμό και μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης, που θα οδηγήσουν σε μια καλύτερη επόμενη ημέρα την ελληνική οικονομία.
Τα Επιμελητήρια είναι και θα παραμείνουν πάντα στην πρώτη γραμμή της μάχης για την έξοδο της χώρας από την κρίση και την επιστροφή στην ανάπτυξη».