«Η Ελλάδα όχι μόνο δεν πληρώνει τίποτα για το χρέος της, αλλά κερδίζει και από αυτό», αναφέρει σε δημοσίευμά της η Frankfurter Allgemeine Zeitung, επικαλούμενη μελέτη του Ισπανού oικονομολόγου, καθηγητή της σχολής Esade της Βαρκελώνης, Πάμπλο Τριάνα.
Στο δημοσίευμα τονίζεται: «‘Ποτέ στην ιστορία των σύγχρονων κρατών δεν έτυχε καλύτερης μεταχείρισης κάποιος οφειλέτης, όπως σήμερα η Ελλάδα’, λέει ο Τριάνα.
‘Εάν κοιτάξει κανείς όλα τα δεδομένα, η χώρα έχει αρνητικό επιτόκιο για τα χρέη της, κερδίζοντας έτσι στο τέλος χρήματα’, εξηγεί ο οικονομολόγος. Με αυτό τον τρόπο αντικρούει τη γνωστή διαπίστωση, ότι η Ελλάδα στενάζει υπό τα μέτρα λιτότητας που της επιβάλλουν οι δανειστές της και πως οι τόκοι που καταβάλλει βυθίζουν τη χώρα περαιτέρω στην κρίση».
Χαρακτηρίζοντας τη θέση του Τριάνα «προκλητική», ο αρθρογράφος της εφημερίδας παραθέτει τα στοιχεία στα οποία έχει στηρίξει την έρευνά του: «Αρχικά ο Τριάνα συνυπολόγισε όλα τα πακέτα βοήθειας, τα οποία έχουν καταβάλει οι ευρωπαϊκές χώρες και οι τράπεζες από την αρχή της κρίσης το 2010 έως το 2016. Στο τέλος κατέληξε σε ένα αρνητικό επιτόκιο ύψους μείον 0,28%. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα έλαβε τα τελευταία έξι χρόνια τόκους ύψους 0,28% για τα δάνεια 200 δισ. ευρώ που της δόθηκαν».
Στη συνέχεια ο αρθρογράφος παρουσιάζει αναλυτικά τους υπολογισμούς του ισπανού οικονομολόγου: «Αρχικά ελήφθησαν υπ’ όψιν τα δάνεια από το πρώτο πακέτο διάσωσης, έπειτα τα χρήματα από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) για το δεύτερο πακέτο και το δάνειο από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) για το τρίτο πακέτο. Για όλα αυτά τα δάνεια η Ελλάδα πλήρωσε κατά μέσον όρο 0,5%.
Στη συνέχεια ο οικονομολόγος υπολόγισε την αγορά ελληνικών κρατικών ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες, από τα οποία καταβλήθηκαν στην Ελλάδα τόκοι και επιτεύχθηκαν κέρδη από το χρηματιστήριο. Εάν ληφθούν όλα αυτά υπ’ όψιν, προκύπτει ένας μέσος όρος τόκων στο 0,23%.
Για να καταλάβει κανείς ωστόσο πώς φτάνει στο αρνητικό επιτόκιο, πρέπει να παρακολουθήσει περαιτέρω τον συλλογισμό του οικονομολόγου: Η χώρα δεν έχει καταβάλει μόνη της αυτούς τους τόκους, αλλά έχει χρησιμοποιήσει για αυτό το σκοπό τα χρήματα από τα νέα προγράμματα διάσωσης, που έρχονται από την Ευρώπη. Εάν το λάβουμε αυτό υπ’ όψιν μας, τότε καταλήγουμε στο αρνητικό επιτόκιο του 0,28%».
Ο αρθρογράφος καταλήγει ότι ύστερα από τους υπολογισμούς του Τριάνα «το σταθερό παράπονο της ελληνικής κυβέρνησης αλλά και ευρωπαίων πολιτικών για την επιβολή μέτρων λιτότητας στην Ελλάδα από την Ευρώπη φαίνεται υπερβολικό».
«Καθυστέρηση επιστροφής στις αγορές»
Με το ελληνικό χρέος ασχολείται και η ελβετική Neue Zürcher Zeitung, επισημαίνοντας ότι η επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί εάν δεν εξεταστεί πρώτα η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας. Αναλυτικότερα επισημαίνεται ότι «τελικά Ελλάδα και πιστωτές κατέληξαν σε ένα νέο πακέτο μέτρων.
Ωστόσο γύρω από ένα ζήτημα οι δανειστές και οι δανειολήπτες αλλά και οι πιστωτές μεταξύ τους φαίνεται ότι διαφωνούν όσο ποτέ άλλοτε: μπορεί η Ελλάδα να σηκώσει μελλοντικά το χρέος της ή πρέπει να ελαφρυνθεί από αυτό τμηματικά; […] Ανάμεσα στους δανειστές επικρατούν τρεις προσεγγίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας και της ανάγκης για ελάφρυνση χρέους: κυρίως η Γερμανία δεν θεωρεί πρόβλημα την υπερχρέωση, αλλά την απροθυμία της Ελλάδας για μεταρρυθμίσεις.
Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί αναγνωρίζουν το πρόβλημα της πιστοληπτικής ικανότητας, είναι ωστόσο πεπεισμένοι ότι περαιτέρω μεταρρυθμίσεις και μέτρα λιτότητας μπορούν να το λύσουν. Στο άλλο άκρο το ΔΝΤ θεωρεί το χρέος μη εξυπηρετούμενο και ζητεί αναδιάρθρωση και κούρεμα».
Στη συνέχεια η εφημερίδα συνοψίζει τα συμπεράσματα του Ινστιτούτου Πέτερσον για τη Διεθνή Οικονομία που αφορούν το ελληνικό χρέος ως εξής: «Πρώτον μία σημαντική ελάφρυνση του χρέους θα ήταν απαραίτητη μαζί με άλλα μέτρα για την ανάπτυξη και την οικονομική πολιτική και λαμβάνοντας υπ’ όψιν την εμπειρία από άλλες υπερχρεωμένες χώρες.
Δεύτερον οι προτάσεις του Eurogroup του Μαΐου 2016 θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη βιωσιμότητα, αλλά μόνο υπό την προϋπόθεση μίας τεράστιας επιμήκυνσης (έως τουλάχιστον το 2080) και της αναστολής αποπληρωμής τόκων, γεγονός που θα οδηγούσε σε επιβάρυνση της ευρωπαϊκής ‘σανίδας σωτηρίας’ για δεκαετίες. Μία διέξοδος από το δίλημμα θα μπορούσε να αποτελέσει μία καθυστέρηση επιστροφής της Ελλάδας στις αγορές, σε συνδυασμό με υποστήριξη από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας πέραν του 2018» καταλήγει ο αρθρογράφος.