Τη θέσπιση ισχυρών φορολογικών κινήτρων μέσω του νέου αναπτυξιακού νόμου ζητεί από την κυβέρνηση ο πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος.
Στην ομιλία του, κατά τη διάρκειας της συνεδρίασης της διευρυμένης Διοικητικής Επιτροπής της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων που πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή το απόγευμα στο Επιμελητήριο Λευκάδας, ο κ. Μίχαλος επεσήμανε ότι το κατατεθέν στη Βουλή σχέδιο για τον Αναπτυξιακό Νόμο χρήζει σημαντικών βελτιώσεων τόσο σε ότι αφορά τα φορολογικά κίνητρα για την ενθάρρυνση επενδύσεων όσο και για την ένταξη σε αναπτυξιακά σχέδια των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Αναλυτικά:
«Μετά από πολλούς μήνες αβεβαιότητας, η διαπραγμάτευση με τους δανειστές της χώρας ολοκληρώνεται.
Το θετικό είναι ότι πλέον υπάρχει μια συμφωνία και προχωράμε μπροστά. Η οικονομία δεν θα άντεχε άλλη παράταση της αστάθειας. Δεν θα αντέχαμε άλλες περιπέτειες, όπως αυτές που ζήσαμε πριν από ένα χρόνο.
Θετικό είναι και το γεγονός ότι επιβεβαιώθηκε η στροφή της κυβέρνησης στο ρεαλισμό και στην υπευθυνότητα.
Τουλάχιστον τώρα έχουμε κυβέρνηση και αντιπολίτευση – στη συντριπτική της πλειοψηφία – που θέτουν ως αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητα την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας.
Και αναγνωρίζουν, ταυτόχρονα, ότι η πορεία αυτή περνά από τη χρηματοδοτική στήριξη των εταίρων της στην ευρωζώνη. Στήριξη που παρέχεται με συγκεκριμένους όρους και κανόνες.
Αφού, μετά από έξι χρόνια, συνειδητοποιήσαμε ότι δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις, ούτε μάγοι διαπραγματευτές, είναι καιρός να πάμε παρακάτω. Και να κάνουμε αυτά που πρέπει, για να μπορέσει η ελληνική οικονομία να γίνει ξανά βιώσιμη. Και κυρίως να αναπτυχθεί ξανά, στηριγμένη σε υγιέστερες βάσεις.
Η επιστροφή στην ανάπτυξη είναι τώρα ο μεγάλος εθνικός στόχος. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός πριν από λίγες ημέρες, μίλησε για αλλαγή σελίδας και για τη μετάβαση σε μια εποχή «δίκαιης ανάπτυξης».
Ως εδώ, καλά. Κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει. Το ερώτημα, όμως, είναι το πώς θα καταφέρουμε τελικά να βγούμε από την ύφεση. Πως θα παράγουμε νέο εθνικό πλούτο, νέο εθνικό προϊόν, για να μοιραστεί στη συνέχεια δίκαια στην κοινωνία;
Είναι γνωστό, ότι για να επιστρέψουμε στα προ κρίσης επίπεδα, θα χρειαστεί να κινητοποιηθούν στα επόμενα χρόνια επενδύσεις άνω των 100 δισ. ευρώ.
Πώς θα προσελκύσει η χώρα αυτά τα κεφάλαια;
Οι πόροι που διατίθενται από τον αναπτυξιακό νόμο για τη χρηματοδότηση νέων επενδυτικών σχεδίων, μόλις που ξεπερνούν το 1 δισ. ευρώ. Από τα 3,6 δις ευρώ που δεσμεύονται για κρατικές ενισχύσεις στη νέα περίοδο, τα 2,5 δισ. θα κατευθυνθούν στην αποπληρωμή παλαιών υποχρεώσεων – στην καταβολή, δηλαδή, επιδοτήσεων που χρωστάει το κράτος από τους προηγούμενους αναπτυξιακούς νόμους. Το υπόλοιπο 1,1 δισ. θα πάει σε νέες ενισχύσεις.
Με τα σημερινά δημοσιονομικά δεδομένα, είναι λογικό να περιορίζονται οι πόροι που διαθέτει το κράτος σε άμεσες ενισχύσεις. Θα έπρεπε όμως – κι αυτό είναι ούτως ή άλλως η πιο αποτελεσματική επιλογή – να παρέχει μια σειρά από άλλα κίνητρα στις επιχειρήσεις που επενδύουν.
Οι χώρες που εφαρμόζουν αναπτυξιακούς νόμους, εστιάζουν στην παροχή γενναίων φοροαπαλλαγών, ανάλογα με τον κλάδο.
Στο Ισραήλ παρέχεται για σημαντικές επενδύσεις μειωμένος φορολογικός συντελεστής 9% αντί για 25%, ενώ για μεγάλες εταιρείες που επενδύουν σε έρευνα και ανάπτυξη, ο συντελεστής μειώνεται στο 5%.
Στην Πολωνία, για κέντρα έρευνας και ανάπτυξης παρέχεται μείωση φόρου ίση με το 50% των δαπανών για τα δύο πρώτα χρόνια.
Στην Τουρκία απαλλάσσονται πλήρως από τη φορολογία ως και το 2023 τα κέρδη από επενδύσεις σε ανάπτυξη λογισμικού, έρευνα και καινοτομία.
Φορολογικά κίνητρα για την ενθάρρυνση επενδύσεων παρέχουν και μια σειρά από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Γαλλία, η Πορτογαλία, η Ρουμανία κ.ά.
Εδώ, στο νέο αναπτυξιακό νόμο υπάρχει – για κάποιες επενδύσεις – η δυνατότητα μικρών φοροαπαλλαγών και η δέσμευση για τη διατήρηση σταθερού φορολογικού συντελεστή στα επόμενα χρόνια.
Λέμε, δηλαδή, στην επιχείρηση ότι αν επενδύσει 20 εκατ. ευρώ, θα διατηρήσει το συντελεστή του 29% για την επόμενη δεκαετία…
Υπάρχει κάποια επιχείρηση, που θα το θεωρήσει αυτό κίνητρο; Διατηρώντας τη φορολογία που ισχύει σήμερα στην Ελλάδα, όχι κίνητρο δεν δίνει το κράτος αλλά αντίθετα δείχνει στους επενδυτές την έξοδο από τη χώρα.
Λέμε ότι η Μικρομεσαία Επιχείρηση είναι η ραχοκοκαλιά της οικονομίας. Βλέπουμε, παρ’ όλα αυτά στον αναπτυξιακό νόμο να τίθενται αλλεπάλληλοι περιορισμοί και εξαιρέσεις.
Η υφιστάμενη Μικρομεσαία Επιχείρηση, που δεν ανήκει σε ειδική κατηγορία ενισχύσεων, δεν μπορεί να λάβει επιδότηση.
Και για να δοθεί ο χαρακτηρισμός της νέας Ανεξάρτητης Μικρομεσαίας Επιχείρησης, ισχύουν προϋποθέσεις αυστηρότερες ακόμα και από αυτές που προβλέπει ο κανονισμός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Λέμε ότι ο τουρισμός είναι η βαριά βιομηχανία της χώρας. Παρ’ όλα αυτά, ο αναπτυξιακός νόμος απαγορεύει την ενίσχυση μεγάλων επιχειρήσεων που θέλουν να προχωρήσουν σε εκσυγχρονισμό ολοκληρωμένης μορφής στις Περιφέρειες της Δυτικής Μακεδονίας, των Ιονίων Νήσων, της Κρήτης, της Στερεάς Ελλάδας, της Αττικής και του Νοτίου Αιγαίου.
Η διάταξη αυτή, εξαιρεί από τη χρηματοδότηση ένα τεράστιο ποσοστό του ξενοδοχειακού δυναμικού της χώρας. Με δεδομένο ότι και οι τράπεζες δεν ανοίγουν γραμμές χρηματοδότησης, το αποτέλεσμα είναι να κινδυνεύουν σημαντικές τουριστικές εγκαταστάσεις με απαξίωση.
Όλα αυτά τα ζητήματα και πολλά ακόμα τα επισημάναμε ως ΚΕΕΕ κατά τη διάρκεια της διαβούλευσης. Μας έστειλαν ένα κείμενο, ζήτησαν τις θέσεις μας και ως οφείλαμε ανταποκριθήκαμε άμεσα. Με συγκεκριμένες παρατηρήσεις και εναλλακτικές προτάσεις.
Το σχέδιο νόμου που ήρθε τελικά στη βουλή για ψήφιση, δεν είχε λάβει υπόψη καμία από αυτές τις παρατηρήσεις.
Θα ξαναπώ ότι το ζητούμενο δεν είναι να μοιραστούν επιδοτήσεις. Το ζητούμενο – που μέχρι τώρα δεν βλέπουμε – είναι να υπάρξει επιτέλους ένα σχέδιο, μια στρατηγική για την ανάπτυξη.
Το κράτος προφανώς δεν έχει να διαθέσει τα 100 δισ. ευρώ που χρειάζονται για την ανάκαμψη της οικονομίας.
Ας αξιοποιήσει όμως σωστά τα εργαλεία που διαθέτει, για να τα προσελκύσει από τον ιδιωτικό τομέα.
Ας αξιοποιήσει σωστά τον Αναπτυξιακό Νόμο, λαμβάνοντας ουσιαστικά υπόψη τις προτάσεις της αγοράς.
Ας δώσει γενναία φορολογικά κίνητρα.
Ας προχωρήσει με τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται στο κράτος και στις αγορές.
Ας μειώσει τους παράγοντες κόστους που γονατίζουν σήμερα τις επιχειρήσεις. Το κόστος της ενέργειας, το κόστος της γραφειοκρατίας, το μη μισθολογικό κόστος της εργασίας.
Βλέπουμε τις τελευταίες μέρες να δημιουργείται ένα νέο πεδίο μάχης εντυπώσεων, με το 13ο και το 14ο μισθό. Ενώ η χώρα δεν έχει αναλάβει καμία τέτοια υποχρέωση στο πλαίσιο του μνημονίου.
Την ίδια ώρα, όμως, κανείς δεν μιλάει για το πραγματικό πρόβλημα, που είναι το μη μισθολογικό κόστος της εργασίας. Είναι οι δυσβάσταχτοι φόροι και οι εισφορές, που αντί να μειώνονται αυξάνονται.
Αυτό είναι το κόστος που κάνει τις επιχειρήσεις μη ανταγωνιστικές και στερεί εισόδημα από τους εργαζόμενους. Αυτό είναι που στερεί θέσεις εργασίας και αποτρέπει νέες επενδύσεις.
Ως προς τις συνθήκες άσκησης του επιχειρείν, η Ελλάδα παραμένει ουραγός στις διεθνείς κατατάξεις. Και θα ήταν ακόμη πιο κάτω αν δεν είχαν εφαρμοστεί με επιτυχία από τα επιμελητήρια το ΓΕΜΗ και η Υπηρεσία Μιας Στάσης για την ίδρυση επιχειρήσεων.
Αυτό, εάν δεν το καταλάβει η κυβέρνηση – και το σύνολο του πολιτικού συστήματος – κι αν δεν αρχίσουμε να δουλεύουμε συστηματικά για την αντιμετώπιση των προβληματικών σημείων, ανάπτυξη δεν θα δούμε.
Ας καταλάβουν επιτέλους ότι η οικονομία θα πρέπει να στηριχθεί στις πλάτες του ιδιωτικού τομέα για να ορθοποδήσει.
Κι ο ιδιωτικός τομέας χρειάζεται ένα σταθερό, οργανωμένο και βιώσιμο επιχειρηματικό περιβάλλον. Ένα περιβάλλον που θα επιτρέπει στον επιχειρηματία να παραμείνει βιώσιμος, να προγραμματίσει τα οικονομικά του, να σχεδιάσει τις κινήσεις του και να αντλήσει τα κεφάλαια που χρειάζεται για να επενδύσει και να αναπτυχθεί.
Εμείς αυτό το περιβάλλον θα συνεχίσουμε να διεκδικούμε, με επιμονή. Δεν μας αρκεί να εξαγγέλλεται κάθε τόσο η ανάπτυξη. Θέλουμε πράξεις».