Ο «νόμος Κατσέλη» γίνεται «εργαλείο» και για την ρύθμιση οφειλών στο Δημόσιο . Πιο συγκεκριμένα, εκατομμύρια φορολογούμενοι με ληξιπρόθεσμες οφειλές τόσο προς τις τράπεζες όσο και προς την Εφορία, τους Δήμους ή και τα ασφαλιστικά ταμεία έχουν τη δυνατότητα να εντάξουν το σύνολο των οφειλών τους στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του ν. 3869/2010, πιο γνωστού ως «νόμου Κατσέλη».
Μπορούν δηλαδή να υπαγάγουν στο νόμο αυτό και τα χρέη τους προς τον δημόσιο τομέα και να επιτύχουν μερική ή ολική διαγραφή τους καθώς και εξόφληση του εναπομένοντος υπολοίπου σε χρονική περίοδο τριών ετών, εφόσον αποδείξουν στο αρμόδιο Ειρηνοδικείο ότι λόγω ανεπάρκειας εισοδημάτων και έλλειψης ρευστότητας αδυνατούν να πληρώσουν όλες τις ληξιπρόθεσμες οφειλές τους. Στην περίπτωση αυτή αποκτούν το δικαίωμα προστασίας από όλα τα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης που μπορούν να λάβουν σε βάρος της περιουσίας και των πενιχρών εισοδημάτων τους το Δημόσιο, οι Ο.Τ.Α. και τα ασφαλιστικά ταμεία, ακόμη δε και να γλιτώσουν από κατασχέσεις και πλειστηριασμούς τα ακίνητα που χρησιμοποιούν ως κύριες κατοικίες.
Τους όρους, τις προϋποθέσεις, τις διαδικασίες και τις συνέπειες υπαγωγής των ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α. και τα ασφαλιστικά ταμεία στον «νόμο Κατσέλη» περιγράφει αναλυτικά εγκύκλιος που εξέδωσε και απέστειλε πρόσφατα σε όλες τις Δ.Ο.Υ. και τα Τελωνεία ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων Γ. Πιτσιλής.
Σύμφωνα, ειδικότερα, με τα όσα διευκρινίζονται στην εγκύκλιο του κ. Πιτσιλή:
1) Για να ρυθμιστούν με τις ευνοϊκές διατάξεις του ν. 3869/2010 ή «νόμου Κατσέλη» ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α. και τα ασφαλιστικά ταμεία θα πρέπει:
α) Ο ενδιαφερόμενος οφειλέτης (ο αιτών) να είναι φυσικό πρόσωπο, χωρίς πτωχευτική ικανότητα. Δηλαδή τη στιγμή της υποβολής της αίτησης ο οφειλέτης δεν θα πρέπει να έχει την ιδιότητα του εμπόρου. Δεν θεωρείται ότι έχουν εμπορική ιδιότητα και άρα μπορούν να υπαχθούν όσοι οφειλέτες είναι ελεύθεροι επαγγελματίες, δηλαδή γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί, συμβολαιογράφοι, υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι, εκπαιδευτές κ.λπ. και δεν ασκούν εμπορική-επιχειρηματική δραστηριότητα. Επίσης μπορούν να υπαχθούν και όσοι ασκούν «μικρεμπορία» με την έννοια ότι, αν και διενεργούν εμπορικές πράξεις, από τις οποίες αποκομίζουν κέρδος, αυτό αποτελεί περισσότερο αμοιβή της προσωπικής εργασίας τους και όχι αποτέλεσμα κερδοσκοπικών συνδυασμών βάσει επενδυμένου κεφαλαίου και ανάληψης κινδύνου (ενδεικτικά μικροπωλητές, μικροτεχνίτες κ.λπ.).
β) Ο αιτών να έχει «μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών». Η προϋπόθεση αυτή θεωρείται ότι συντρέχει όχι μόνο στις περιπτώσεις που έχει παύσει η εξυπηρέτηση κάθε χρέους από τον οφειλέτη, αλλά και σε περιπτώσεις που ο οφειλέτης εξακολουθεί μεν να εκπληρώνει κάποιες χρηματικές υποχρεώσεις του, προκύπτει όμως αδυναμία πληρωμής για ουσιώδες τμήμα των χρεών του. Επομένως, η εξυπηρέτηση κάποιων οφειλών δεν αρκεί για να άρει τη γενικότητα της «αδυναμίας πληρωμών». Επίσης, η αδυναμία πληρωμής προϋποθέτει έλλειψη ρευστότητας, όχι απαραίτητα έλλειψη περιουσιακών στοιχείων.
γ) Οι οφειλές του αιτούντος προς φορείς του δημόσιου τομέα (οφειλές βεβαιωμένες στη Φορολογική Διοίκηση κατά τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, τον Κ.Ε.Δ.Ε. και τον Τελωνειακό Κώδικα, οφειλές προς Ο.Τ.Α., ασφαλιστικές εισφορές προς Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης) να μην αποτελούν το σύνολο των χρεών του και να υποβάλλονται σε ρύθμιση κατά τις διατάξεις του ν. 3869/2010 από κοινού με τις οφειλές του προς ιδιώτες πιστωτές.
2) Στη διαδικασία συλλογικής διευθέτησης οφειλών του ν. 3869/2010 ή «νόμου Κατσέλη» δεν επιτρέπεται να ενταχθούν οφειλές που:
– δημιουργήθηκαν από αδίκημα που τελέσθηκε από τον οφειλέτη με δόλο ή βαρεία αμέλεια,
– συνίστανται σε διοικητικά πρόστιμα ή χρηματικές ποινές
– αφορούν στην υποχρέωση διατροφής συζύγου ή ανήλικου τέκνου.
3) Παρέχεται στον οφειλέτη η δυνατότητα να εντάξει στην αίτησή του οφειλές που έχουν γεννηθεί τουλάχιστον ένα έτος πριν από την κατάθεση της αίτησης και βεβαιώνονται στη Φορολογική Διοίκηση μετά από παραίτηση από την άσκηση του δικαιώματος ή και του δικογράφου οποιουδήποτε ενδίκου βοηθήματος ή μέσου ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου ή προσφυγής ενώπιον διοικητικής αρχής μέχρι την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης του ν. 3869/2010 ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, εφόσον οι υποθέσεις εκκρεμούν ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων και διοικητικών αρχών και δεν έχουν ακόμη συζητηθεί.
4) Ο οφειλέτης μπορεί να εντάξει στην αίτησή του ακόμη και βεβαιωμένες οφειλές του στη Φορολογική Διοίκηση οι οποίες κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης είναι ήδη ενταγμένες σε ισχύουσα ρύθμιση ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής, κατά τις κείμενες διατάξεις (π.χ. στην «πάγια ρύθμιση» των 12 μηνιαίων δόσεων κ.λπ.), ή οφειλές που τελούν σε αναστολή διοικητική, δικαστική ή εκ του νόμου.
5) Για περιπτώσεις οφειλών μέχρι του ποσού των 20.000 ευρώ και υπό τις προϋποθέσεις ότι ο οφειλέτης έχει μηδενικά εισοδήματα, δεν διαθέτει ακίνητη περιουσία και τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία και οι καταθέσεις του στις τράπεζες δεν υπερβαίνουν σε αξία το ποσό των 1.000 ευρώ, προβλέπεται ταχεία διαδικασία διευθέτησης οφειλών. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, ο Ειρηνοδίκης δύναται, κατόπιν σχετικού αιτήματος του οφειλέτη και εφόσον οι πιστωτές δεν αμφισβητούν τη συνδρομή των παραπάνω προϋποθέσεων, να διατάξει την προσωρινή απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη του και εν συνεχεία μετά την πάροδο 18 μηνών την πλήρη διαγραφή των οφειλών του.
6) Η αίτηση του οφειλέτη θα πρέπει να περιλαμβάνει:
α) περιγραφή της περιουσιακής κατάστασης του αιτούντος και της συζύγου του και των πάσης φύσεως εισοδημάτων τους,
β) κατάσταση των πιστωτών του αιτούντος και των οφειλών του, όχι μόνο αυτών που ζητά να ρυθμίσει αλλά και των τυχόν εξαιρουμένων καθώς και των δυνητικά υπαγομένων, τις οποίες ο αιτών τυχόν επέλεξε να μην εντάξει στη διαδικασία του ν. 3869/2010.
γ) αναφορά σε τυχόν μεταβίβαση από τον οφειλέτη εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων κατά την τελευταία τριετία πριν από την κατάθεση της αίτησης.
δ) το σχέδιο διευθέτησης των οφειλών του αιτούντος, το οποίο πρέπει να «λαμβάνει υπόψη με εύλογο τρόπο και συσχέτιση τα συμφέροντα των πιστωτών, την περιουσία, τα εισοδήματα και τις δαπάνες διαβίωσης του ιδίου του οφειλέτη και της οικογενείας του και την προστασία της κύριας κατοικίας του». Το σχέδιο αυτό μπορεί να έχει δύο σκέλη ή να είναι ενιαίο. Στην πρώτη περίπτωση υποβάλλονται από τον αιτούντα δύο διαφορετικού περιεχομένου προτάσεις ρύθμισης οφειλών, η μία ως πρόταση προς τους πιστωτές για συμβιβασμό και η άλλη ως πρόταση δικαστικής ρύθμισης οφειλών, σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμβιβασμός. Στη δεύτερη περίπτωση η πρόταση είναι ενιαία και υποβάλλεται με αίτημα δικαστικού συμβιβασμού και, σε περίπτωση αποτυχίας του, με αίτημα δικαστικής ρύθμισης. Σε περίπτωση δικαστικής ρύθμισης των οφειλών, το σχέδιο δεν είναι δεσμευτικό για το δικαστή, ο οποίος μπορεί να ορίσει μικρότερες ή μεγαλύτερες μηνιαίες καταβολές από τις προτεινόμενες, σύμφωνα με τα κριτήρια που θέτει ο νόμος. Σχέδιο διευέτησης οφειλών δεν υποβάλλεται σε περίπτωση υπαγωγής στη διαδικασία ταχείας διευθέτησης οφειλών μέχρι 20.000 ευρώ
ε) τα αιτήματα που υποβάλλονται από τον οφειλέτη ενώπιον του δικαστηρίου, όπως:
ι) αίτημα για συμβιβασμό με τους πιστωτές, που θα επικυρωθεί από το δικαστήριο, σε περίπτωση δε αποτυχίας του συμβιβασμού,
ιι) αίτημα για δικαστική ρύθμιση των οφειλών του αιτούντος,
ιιι) αίτημα για εξαίρεση του ακινήτου του οφειλέτη που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του από την εκποίηση της περιουσίας του, η οποία θα διαταχθεί από το δικαστήριο προς ικανοποίηση των πιστωτών, παράλληλα με τη δικαστική ρύθμιση των απαιτήσεών τους,
ιν) αίτημα για προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης έως τη συζήτηση της κύριας αίτησης, δηλαδή των προηγούμενων δύο αιτημάτων, με την έκδοση προσωρινής διαταγής.
7) Η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από έγγραφα που αφορούν την περιουσία και τα εισοδήματα του οφειλέτη και της συζύγου του, τους πιστωτές του και τις απαιτήσεις τους καθώς και από έγγραφη υπεύθυνη δήλωσή του όσον αφορά την ορθότητα του περιεχομένου της αίτησης. Όσον αφορά ειδικά τις βεβαιωμένες στη Φορολογική Διοίκηση οφειλές του αιτούντος, η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από σχετική αναλυτική κατάσταση οφειλών, που χορηγείται από τη Φορολογική Διοίκηση στον οφειλέτη.
8) Η αίτηση πρέπει να υποβληθεί στο αρμόδιο Ειρηνοδικείο, το οποίο εξετάζει την επάρκεια και την ορθότητά της και εφόσον δεν διαπιστώσει ελλείψεις την εισάγει προς συζήτηση προσδιορίζοντας την ημερομηνία επικύρωσης του προδικαστικού συμβιβασμού ή της συζήτησης για έκδοση προσωρινής διαταγής και την ημερομηνία συζήτησης της κύριας αίτησης.
Εάν οι πιστωτές συναινέσουν στο σχέδιο ρύθμισης των οφειλών που ο οφειλέτης προτείνει στην αίτηση του, επέρχεται προδικαστικός συμβιβασμός που επικυρώνεται δικαστικά.
Εάν δεν επιτευχθεί προδικαστικός συμβιβασμός και επικύρωση αυτού, ο Ειρηνοδίκης εκδίδει προσωρινή διαταγή, με περιεχόμενο την αναστολή καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη, τη διατήρηση της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας του οφειλέτη καθώς επίσης και τον καθορισμό ποσού των μηνιαίων καταβολών/δόσεων που υποχρεούται ο οφειλέτης να καταβάλλει στους πιστωτές του μέχρι τη συζήτηση της κύριας αίτησης.
Εάν δεν εκδοθεί προσωρινή διαταγή, ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, την αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας (αναστολή καταδιωκτικών μέτρων).
9) Παρέχεται η δυνατότητα σε πιστωτές και οφειλέτη να διευθετήσουν συμβιβαστικά τις οφειλές και να έρθουν σε συμφωνία χωρίς δικαστική ρύθμιση, οποτεδήποτε στο χρονικό διάστημα από την έναρξη της διαδικασίας έως και τη συζήτηση της κύριας αίτησης. Στην περίπτωση αυτή η συμφωνία εισάγεται στο δικαστήριο προς επικύρωση.
10) Εάν δεν επιτευχθεί συμβιβασμός, ο Ειρηνοδίκης, κατά τη συζήτηση της αίτησης, αποφασίζει για τον τρόπο διευθέτησης των οφειλών του αιτούντος ή απορρίπτει την αίτηση. Στη δικαστική απόφαση ορίζεται το ύψος των μηνιαίων δόσεων και, εφόσον υπάρχει ρευστοποιήσιμη περιουσία, ορίζεται εκκαθαριστής με έργο τη διαχείριση της περιουσίας του οφειλέτη και την πρόσφορη εκποίησή της, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι πιστωτές.
11) Με την οριστική δικαστική απόφαση που κάνει δεκτή, εν όλω ή εν μέρει, την κύρια αίτηση του οφειλέτη, διατάσσεται η καταβολή στους πιστωτές, για χρονικό διάστημα τριών ετών, μηνιαίων δόσεων, για τον προσδιορισμό του ύψους των οποίων λαμβάνεται υπόψη από τον Ειρηνοδίκη η ανάγκη κάλυψης των ευλόγων δαπανών διαβίωσης του οφειλέτη και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του. Οι εν λόγω καταβολές γίνονται συμμέτρως προς τους πιστωτές, δηλαδή σε κάθε δόση η οφειλή προς κάθε πιστωτή μετέχει κατά το ποσοστό συμμετοχής της στο σύνολο των οφειλών.
Στο συνολικό χρονικό διάστημα των τριών ετών συνυπολογίζονται και οι καταβολές που έχουν γίνει από τον οφειλέτη από την κατάθεση της αίτησης έως την έκδοση της οριστικής απόφασης.
12) Επίσης με την οριστική δικαστική απόφαση:
– Ορίζεται εκκαθαριστής και καθορίζονται τα καθήκοντα αυτού ως προς τη διαχείριση ή/και εκποίηση της περιουσίας του οφειλέτη.
– Διατάσσεται η εκποίηση ή εκμετάλλευση περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη για την ικανοποίηση των πιστωτών. Σε περίπτωση διαταγής εκποίησης, ορίζεται και ο τρόπος της εκποίησης.
– Εξαιρείται από την εκποίηση η κύρια κατοικία του οφειλέτη και διατάσσεται η καταβολή δόσεων για χρονικό διάστημα έως είκοσι ετών, ή κατ’ εξαίρεση, έως τριάντα πέντε ετών, για την προστασία αυτής.
13) Σε περίπτωση που συντρέχουν εξαιρετικές συνθήκες, όπως χρόνια ανεργία, σοβαρά προβλήματα υγείας, ανεπαρκές εισόδημα για την κάλυψη στοιχειωδών αναγκών του οφειλέτη ή άλλοι λόγοι ανάλογης βαρύτητας, το Ειρηνοδικείο μπορεί να προσδιορίσει πολύ χαμηλές ή ακόμα και μηδενικές καταβολές. Στις περιπτώσεις αυτές με τη δικαστική απόφαση μπορεί να ορίζεται νέα δικάσιμος για τον επαναπροσδιορισμό του ύψους των δόσεων.
14) Η κανονική εκτέλεση από τον αιτούντα οφειλέτη των υποχρεώσεών του που επιβλήθηκαν με τη δικαστική απόφαση, δηλαδή η συμμόρφωση προς την υποχρέωση σύμμετρων καταβολών προς τους πιστωτές για χρονικό διάστημα τριών ετών, στο οποίο συνυπολογίζονται και οι καταβολές που έγιναν από την κατάθεση της αίτησης έως την έκδοση της οριστικής απόφασης, συνεπάγεται την απαλλαγή του οφειλέτη από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο των οφειλών που εντάχθηκαν στη ρύθμιση. Την απαλλαγή από το υπόλοιπο οφειλών πιστοποιεί το δικαστήριο μετά από αίτηση του οφειλέτη που κοινοποιείται στους πιστωτές.