Ο πρόεδρος της KEE και του ΕΒΕΑ, κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος, απέστειλε σήμερα επιστολή στον υπουργό Οικονομικών κ. Ευ. Τσακαλώτο με κοινοποίηση στον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών κ. Τρ. Αλεξιάδη, στην οποία προτείνει τη θέσπιση κινήτρων για τη χρήση καρτών στις συναλλαγές με εμπορικές επιχειρήσεις και επαγγελματίες, στο πλαίσιο της αύξησης της αποτελεσματικότητας του κράτους στην πάταξη της φοροδιαφυγής.
«Πάγια θέση του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών είναι ότι η προσπάθεια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να στηριχθεί στη μείωση των φορολογικών συντελεστών, με παράλληλη αύξηση της αποτελεσματικότητας του κράτους στην πάταξη της φοροδιαφυγής. Στο πλαίσιο αυτό έχουμε υποστηρίξει επανειλημμένα τη θέσπιση κινήτρων για τη χρήση καρτών στις συναλλαγές με εμπορικές επιχειρήσεις και επαγγελματίες. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι οι χώρες που έχουν υιοθετήσει ανάλογα συστήματα παρουσιάζουν θετικά αποτελέσματα στον περιορισμό της φοροδιαφυγής, με υψηλούς δείκτες αποδοτικότητας ΦΠΑ. Αντίθετα, η Ελλάδα παρουσιάζει τη χαμηλότερη αποδοτικότητα ΦΠΑ μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, παρά την αύξηση των συντελεστών.
Θεωρούμε ότι η προώθηση των συναλλαγών με κάρτες είναι ένα μέτρο απολύτως επιβεβλημένο, με βάση τη δημοσιονομική και οικονομική κατάσταση της χώρας», τονίζει ο κ. Μίχαλος.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΕΒΕΑ τα οφέλη που μπορεί να δημιουργήσει είναι πολλαπλά και σημαντικά:
– αύξηση των δημοσίων εσόδων και περιορισμό της φοροδιαφυγής, ώστε να καταστεί δυνατή η σταδιακή μείωση των φορολογικών συντελεστών που επιβαρύνουν σήμερα καταναλωτές και επιχειρήσεις
– απλούστευση του φορολογικού συστήματος και απελευθέρωση ανθρώπινων πόρων για τη διενέργεια ελέγχων
– ενίσχυση της ρευστότητας στις τράπεζες, μέσω του περιορισμού της ανάληψης μετρητών από ΑΤΜ
– διευκόλυνση και μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης για τον καταναλωτή
– προστασία των συνεπών επιχειρήσεων από πρακτικές αθέμιτου ανταγωνισμού και μείωση του κινδύνου κλοπών, καθώς περιορίζεται η κυκλοφορία φυσικού χρήματος.
«Για να διασφαλιστούν, ωστόσο, τα παραπάνω επιθυμητά αποτελέσματα, είναι η απαραίτητη η διαμόρφωση των κατάλληλων προϋποθέσεων και η θέσπιση γενναίων κινήτρων, τόσο για τους καταναλωτές όσο και για τις επιχειρήσεις» τονίζει ο κ. Μίχαλος και προτείνει σειρά κινήτρων.
Όσον αφορά τις επιχειρήσεις, η Πολιτεία οφείλει να προχωρήσει στις ακόλουθες δράσεις:
1. Αξιοποίηση πόρων του νέου ΕΣΠΑ, για την επιδότηση του κόστους εγκατάστασης των τερματικών συσκευών αποδοχής καρτών (POS). Η δράση αυτή οφείλει να τεθεί σε άμεση προτεραιότητα, προκειμένου να δημιουργηθεί σε όλη τη χώρα η απαραίτητη υποδομή για την αποτελεσματική εφαρμογή των κινήτρων.
2. Εφαρμογή μειωμένου συντελεστή φορολογίας κερδών για το τμήμα των πωλήσεων που πληρώνεται με πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες. Το δημοσιονομικό κόστος ενός τέτοιου μέτρου μπορεί να αντισταθμιστεί πλήρως από τη μείωση των διαφυγόντων εσόδων, τόσο από τον ΦΠΑ όσο και από το φόρο εισοδήματος.
3. Μείωση του ύψους της προμήθειας ανά συναλλαγή που χρεώνουν οι τράπεζες, ειδικά στα μικρά καταστήματα. Η επιβάρυνση για τις τράπεζες θα είναι περιορισμένη, εφόσον θα υπάρξει επιμερισμός του κόστους σε μεγαλύτερο αριθμό επιχειρήσεων. Πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση μπορούν να ληφθούν και στο πλαίσιο εφαρμογής της νέας Οδηγίας της Ε.Ε. για τις διατραπεζικές προμήθειες, η οποία πρόκειται να τεθεί σε ισχύ μέχρι τα τέλη του έτους.
Αντίστοιχα, για τους καταναλωτές θα πρέπει να προβλεφθούν κίνητρα όπως:
– χτίσιμο του αφορολόγητου για μισθωτούς και συνταξιούχους, βάσει των μη εγχρήματων συναλλαγών. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να προβλεφθεί σημαντική αύξηση του αφορολογήτου ορίου, εφόσον είτε το σύνολο είτε ένα συγκεκριμένο ύψος των δαπανών έχει πραγματοποιηθεί με χρήση καρτών. Πρόκειται για ένα αποτελεσματικό μέτρο κινητοποίησης των φορολογούμενων, οι οποίοι θα μπορούν να επιτύχουν μείωση του φόρου εισοδήματος και παράλληλα να απαλλαγούν από την υποχρέωση συγκέντρωσης έγχαρτων αποδείξεων.
– παροχή έκπτωσης φόρου από δαπάνες που πραγματοποιούνται με χρήση καρτών. Το ποσοστό της έκπτωσης μπορεί να εξαρτάται από το είδος της επιχείρησης στην οποία γίνεται η συναλλαγή, με υψηλότερη έκπτωση σε κλάδους υπηρεσιών όπου παρατηρείται εκτεταμένη φοροδιαφυγή.