Μια συμφωνία μεταξύ της νέας ελληνικής κυβέρνησης και της τρόικας πάνω στην αξιολόγηση του προγράμματος προσαρμογής θα είναι η πιο σημαντική εξέλιξη για την Ελλάδα, σημειώνει η Goldman Sachs, αναφορικά με το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων που ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Όπως αναφέρει η Goldman Sachs στη σημερινή της ανάλυση, η μη τήρηση του προγράμματος προσαρμογής θα έχει σοβαρές συνέπειες για την ελληνική οικονομία, ωστόσο η τήρησή του θα αποδειχτεί δύσκολη για τον ΣΥΡΙΖΑ, εάν αναδειχθεί κυβέρνηση μετά τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου.
Γι’ αυτό το λόγο, η επιλογή του προσώπου του υπουργού Οικονομικών, θετικά διακείμενου προς το πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων, θα καταφέρει να κερδίσει χρόνο για την Ελλάδα.
Η Goldman Sachs επιχειρεί να σκιαγραφήσει τις δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίσει η Ελλάδα σε περίπτωση μη συμφωνίας με την τρόικα, επισημαίνοντας ότι θα δημιουργηθούν σοβαρά προβλήματα ρευστότητας σχεδόν στο σύνολο της οικονομίας. Επίσης, η Ελλάδα θα χάσει τη στήριξη που θα παράσχει η ΕΚΤ μέσω του προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων.
Για να αποτραπεί μια τέτοια αρνητική εξέλιξη για την ελληνική οικονομία και τα ελληνικά ομόλογα και μετοχές, μια συμφωνία με την τρόικα είναι απαραίτητη. Μια τέτοια συμφωνία θα είναι σχετικά απλή υπό μια κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας, δεδομένων των προεκλογικών δεσμεύσεών της.
Σε αντίθεση, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δεσμευτεί να προχωρήσει σε ένα εναλλακτικό οικονομικό σχέδιο, το οποίο έρχεται σε αντίθεση με το πλαίσιο του προγράμματος της τρόικας τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Μια συμφωνία με την τρόικα θα απαιτούσε σημαντικές παραχωρήσεις σε σχέση με το πρόγραμμα του από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το βασικό ερώτημα στην περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίσει τις εκλογές είναι αν καταστεί δυνατός ένας συμβιβασμός με τους διεθνείς δανειστές. Για να συμβεί αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να κάνει σημαντικές παραχωρήσεις σε σχέση με το τρέχον πρόγραμμα του, καθώς θα πρέπει να δεσμευτεί σε συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις.
Η δυσκολία, επίσης, του ΣΥΡΙΖΑ είναι να πείσει την πλειοψηφία της Βουλής να ψηφίσει υπέρ ενός συμβιβασμού. Αν και η συντριπτική πλειονότητα των μεταρρυθμίσεων και προσαρμογών που προβλέπονται στο ελληνικό πρόγραμμα έχουν ήδη νομοθετηθεί κατά τα τελευταία χρόνια, αν αναλογιστεί κανείς το κόστος που “κατέβαλαν” (σε ψηφοφόρους και βουλευτές) η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ στην προσπάθειά τους να νομοθετήσουν για τις μεταρρυθμίσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να αποτελέσει την εξαίρεση.
Επιπλέον, οι προσδοκίες (για τους βουλευτές και τους πολίτες) που έχουν δημιουργηθεί είναι αρκετά υψηλές, επομένως μια διάψευση θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύ “δαπανηρή” για το κόμμα.
Ποια είναι όμως η λύση; Μια έγκαιρη συμφωνία τον Φεβρουάριο ή παρατεταμένες διαπραγματεύσεις μέχρι τον Ιούνιο;
Εξαρτάται από το ποιος είναι υπουργός Οικονομικών, αναφέρει η Goldman Sachs. Μια πιθανή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα βρεθεί αντιμέτωπη με δύσκολα διλήμματα από νωρίς. Είτε αυτά τα διλήμματα οδηγήσουν σύντομα σε σύγκρουση με την τρόικα, τον Φεβρουάριο, είτε οδηγήσουν σε μια παρατεταμένη περίοδο διαπραγματεύσεων μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το αν η συζήτηση μεταξύ των δύο πλευρών ξεκινήσει στη σωστή βάση.
Η εμπειρία των διαπραγματεύσεων υπό την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, η οποία οδήγησε στην διακοπή του πρώτου προγράμματος το 2011, υποδηλώνει ότι μια συγκρουσιακή στάση από νωρίς μπορεί να οδηγήσει σε μια πρόωρη ρήξη.
Σε αντίθεση, η μετριοπάθεια και η διαπραγμάτευση με καλή θέληση θα μπορούσε ενδεχομένως να δώσει χρόνο και χώρο για τη νέα κυβέρνηση. Κατά συνέπεια, η επιλογή του υπουργού Οικονομικών θα είναι το κλειδί για την πορεία της Ελλάδας, καθώς αυτός είναι που θα δώσει τον τόνο των διαπραγματεύσεων και θα ελιχθεί σε περίπτωση αδιεξόδου στις διαπραγματεύσεις, καταλήγει η Goldman Sachs.