Κυριακή μεσημέρι και ακολουθώντας το ρεύμα των μαμάδων που βάζουν τα μικρά τους από νωρίς-νωρίς στο στερεότυπο “συμμετέχουμε στα talk of the town events για να είμαστε in”, μπαφιασμένη γάρ από δεκαήμερο αδυσώπητης γρίπης, στριμώχτηκα με τον πεντάχρονο Ορφέα στις ουρές του Μπάντμιντον.
Η “Zέβρα πιτζάμα” άλλωστε είχε προεξοφλημένο ποιοτικό ενδιαφέρον. Το δίδυμο της θρυλικής Λιλιπούπολης, Μαριανίνα Κριεζή – Άννα Παναγιωτοπούλου , να υπογράφουν η μεν πρώτη τους στίχους και η δεύτερη την συν-σκηνοθεσία μαζί με τον Φωκά Ευαγγελινό και τον Διονύση Τσακνή να έχει γράψει την μουσική.
Έτσι με καθησυχασμένες τις αντένες ποιοτικής αναζήτησης και με ένα ποπ-κορν γίγαντα στα χέρια , πήραμε τις θέσεις μας, σε ένα θέατρο που η αλήθεια είναι δεν είναι από τις αγαπημένες μας… αίθουσες , ακριβώς γιατί δεν πρόκειται για αίθουσα, αλλά για… γήπεδο.
Και φευ, με το που σβήνουν τα φώτα η ζέβρα-πιτζάμα , αλλόκοτα , δηλαδή παραμυθένια χρωματισμένη , κάνει την εμφάνιση της καμαρωτή-καμαρωτή , με “καλπασμό” όλο υπαινιγμό για ταξίδια στα σύννεφα. Η φωνή της ιδιοκτήτριας της (Μαριάννα Πολυχρονίδη) μεστή και στιβαρή ακόλουθος της υπεροχής μουσικής , μας κάνει να αλληλοκοιταχτούμε μέσα στο σκοτάδι και να γνέψουμε όλο νόημα,” καλά αρχίσαμε”.
Και τότε κάνει την εμφάνισή του ένας περίεργος τύπος με γκρι ολόσωμη φόρμα να οδηγεί μια παράξενη μοτοσυκλέτα -“μουσικλέτα”, που “αντί να καίει βενζίνη, καίει μουσική”. Η έκπληξη της γεμάτης θαλπωρή φωνής του γκριζοφορεμένου άντρα, μετατρέπεται σε θαυμασμό (ξέρετε , από αυτό τον καρτουνίστικο με το σαγόνι που πέφτει , βγάζοντας ένα χαζοβιόλικο …αααα!), όταν ο άντρας με την γκρι φόρμα παίρνει την θέση του διευθυντή της ορχήστρας και τότε συνειδητοποιώ ότι πρόκειται για τον Διονύση Τσακνή.
Η μεταλλαγμένα σε θαυμασμό έκπληξη , θα μείνει ως το τέλος της παράστασης και θα αναδειχθεί στο… σήμα κατατεθέν της . Ξέρετε, αυτό που θα ψιθυρίζουμε στους επόμενους θεατές “τέλειος ο Τσακνης! Έκπληξη! Πήγαινε και θα με θυμηθείς….”
Λίγο μετά και ενώ η σκηνή έχει μεταμορφωθεί σε ένα ονειρεμένο παιδότοπο, αυτό “των άστρων”, κάνει την είσοδο του το… βαρύ πυροβολικό της παράστασης. Ο Αντώνης Λουδάρος σαν φιγούρα από ταινία του Τιμ Μπάρτον , με υπέροχη πορτοκαλί περούκα, εντυπωσιακό αλά Τζόκερ μακιγιάζ και ευφάνταστο κοστούμι, αναστατώνει τον παιδόκοσμο , κάνοντας τον να αναρωτιέται, “ποιος είν’ αυτός που ό,τι βλέπει το χαλάει, ποιος ειν’ αυτός” . Για να λάβει την απάντηση που προμηνύει όλα τα κακά …”είμαι ο κακός λευκός. Ακόμα και των άστρων τον παιδότοπο θέλω να τον κάνω ρημαδότοπο”.
Μμμμ, κοιταζόμαστε με τον μικρό Ορφέα. Η παρουσία του πολύχρωμου σαν κλόουν “κακού” μοιάζει εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Όμως κάτι συμβαίνει. Ο “κακός” είναι μόνο μια ομιλούσα και άδουςα κεφαλή! Μα τι τρέχει; Γιατί δεν συσπάται αυτό το κορμί ; Μήπως η κακία του έχει παγώσει το σώμα ή απλά… βαριέται ;
Παγοκολόνα, χωρίς αίμα και χωρίς νεύρο, ´έτσι μονοκόμματα θα μετακινείται πάνω-κάτω στη σκηνή ως το τέλος, απογοητεύοντας την ελπίδα της …βαριάς εμφάνισης. Τι κρίμα! Ένας τόσο ωραία προκλητικός ρόλος με τόση μονοεπίπεδη και βαριεστημένη απόδοση!
Το εντελώς και ευτυχώς αντίθετο με την πολυπληθή ομάδα των “παιδιών” , που έσφυζαν από πηγαίο κέφι, ωραίες (μια προς μια) φωνές και πλούσια κίνηση . Ο,τι ακριβώς δηλαδή αποζητά ένα φιλόδοξο μιούζικαλ.
Η αλήθεια είναι ότι η συσκευασία του μιούζικαλ, με την καλοδουλεμένη ομάδα των τραγουδιστών-χορευτών, τα ωραία τραγούδια και ιδιαίτερα τα φαντασμαγορικά σκηνικά που σε κάποιες περιπτώσεις έμοιαζαν να βγαίνουν από σελίδες ντιζάιν περιοδικών αλλά που υπηρετούσαν απόλυτα το παιδικό θέαμα που αρέσκεται σε γουρλομάτες εντυπώσεις, είχε ένα ολοφάνερο προβάδισμα στην όλη παράσταση.
Η παραμυθένια δομή αντίθετα, ολίγον ασύνδετη και ολίγον προχειρογεμισμένη από οικολογικά και ανθρώπινα μηνύματα, ακολουθούσε χωρίς την αντίστοιχη έμπνευση. Έτσι επαναλάμβανε την πεπατημένη των παιδικών παραστάσεων των τελευταίων ετών, που πασχίζουν για την συσκευασία και τους διαφεύγει η εκπαιδευτική ουσία του παραμυθιού.
Αν και επί προκειμένω , στην “Ζέβρα πιτζάμα” περισσότερο της διέφυγε… ο κακός. Πως θα ήταν η Κοκκινοσκουφίτσα χωρίς λύκο ένα πράμα ; Ε, κάτι τέτοιο απογοητευτικό. Γιατί σίγουρα αν υπήρχε ένας σκαμπρόζος κακός ,ένας κακός με όλη του την κακότητα εναργή και ολοφάνερα φοβιστική, ίσως δεν φαινόταν και τόσο το έλλειμα της ιστορίας.
Φεύγοντας από το Μπάντμιντον πιασμένοι χέρι-χέρι με τον Ορφέα μου και σιγοτραγουδώντας “περιουσία μας, είναι μονάχα η φαντασία μας” -ίσως τον ωραιότερο στίχο της παράστασης- , πάντως αλληλοσυγχαρήκαμε για την επιλογή μας. Εμ, μετά από δέκα μέρες άρρωστοι στο σπίτι, η “Ζέβρα πιτζάμα ” ήταν σίγουρα πιο απολαυστική από την πιτζάμα της ….γρίπης.