Σε ισόβια κάθειρξη και επιπλέον φυλάκιση 5 ετών καταδίκασε το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης τον 35χρονο Αλβανό που σκότωσε, πέρυσι τα Θεοφάνεια, την 41 ετών εν διαστάσει σύζυγό του Λέλα Μαυρομάτη στην Ορμύλια Χαλκιδικής και στη συνέχεια πήρε τον μικρότερο από τους δύο ανήλικους γιους τους, με τον οποίο περιπλανιόταν επί 18 ημέρες, σε μία προσπάθεια να αποφύγει τη σύλληψή του.
Το δικαστήριο, ύστερα από μαραθώνια ακροαματική διαδικασία, τον έκρινε ένοχο για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, έκθεση σε κίνδυνο ανηλίκου και παράνομη οπλοχρησία. Μετά την ομόφωνη απόφαση τακτικών και λαϊκών δικαστών, ο 35χρονος αλλοδαπός επέστρεψε στις φυλακές.
«Καταπέλτης» κατά του κατηγορούμενου ήταν – προηγουμένως – η εισαγγελέας της έδρας Ευαγγελία Καρανίκα, η οποία στην αγόρευσή της ζήτησε την ενοχή του δράστη, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς του περί τέλεσης της ανθρωποκτονίας εν βρασμώ ψυχικής ορμής, ενώ αμφισβήτησε τη μεταμέλεια που δήλωσε ο ίδιος για τις πράξεις του, όπως επίσης τα κενά μνήμης που επικαλέστηκε στην απολογία του.
“Θολό παρελθόν, νευρικός και εγωιστής”
Σκιαγραφώντας τον χαρακτήρα του κατηγορούμενου και επικαλούμενη τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, η εισαγγελέας έκανε λόγο για άνθρωπο «με θολό παρελθόν», περιγράφοντάς τον ως «νευρικό» και «εγωιστή», με «δεσποτική συμπεριφορά απέναντι στην οικογένειά του». «Ήθελε να έχει πάντα τον έλεγχο και το δίκιο με το μέρος του. Δεν αποδεχόταν να βρίσκεται στη γωνία» ανέφερε, ενώ διατύπωσε τον προβληματισμό της για τη συμπεριφορά του καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης.
«Πρώτη φορά είδα κατηγορούμενο να μην σκύβει το κεφάλι του απέναντι στους συγγενείς του θύματος και να τους υποβάλει ερωτήσεις» είπε, ενώ εξήρε την αξιοπρεπή στάση των συγγενών της θανούσας που δεν τον έψεξαν, ούτε εκδήλωσαν «υπόνοια αυτοδικίας η οποία θα μπορούσε ακόμη και να δικαιολογηθεί υπό άλλες συνθήκες».
Νωρίτερα, ο 35χρονος, απολογούμενος ζήτησε συγγνώμη από την οικογένεια της δολοφονηθείσας και τα παιδιά τους, δηλώνοντας μετανιωμένος για την πράξη του, για την οποία -όπως είπε- νιώθει ντροπή.
Ο ίδιος περιέγραψε τα όσα προηγήθηκαν του φόνου και όσα ακολούθησαν, όταν πήρε μαζί του τον 4,5 ετών -τότε- γιο του Φοίβο, με τον οποίο περιπλανιόταν σαν «αγρίμι» στα όρια του νομού Χαλκιδικής, πριν τον εντοπίσουν, 18 μέρες αργότερα, σε καλύβα κοντά στην Ορμύλια, όπου και συνελήφθη.
Αναφερόμενος στο μοιραίο απόγευμα, είπε ότι προηγήθηκε τηλεφώνημα της πρώην συζύγου του, η οποία του ζήτησε να μην έρθει να πάρει -όπως είχαν συμφωνήσει- τον μικρό Φοίβο. «Στο ίδιο τηλεφώνημα μου είπε ότι κανόνισε με δικηγόρο να μην ξαναδώ τα παιδιά. Μου είπε ‘κανόνισε να φτιάξεις τη ζωή σου’. Νευρίασα, ξέφυγα. Είπα να πάω να το συζητήσω από το σπίτι. Είχα πιει», απολογήθηκε.
Από το σημείο αυτό -όπως ισχυρίστηκε- «έσβησε» η μνήμη του, που επανήλθε αργότερα όταν είχε τελέσει ήδη τη δολοφονία, μπροστά στα μάτια, μάλιστα, του μεγαλύτερου γιου του, του 6,5 ετών -τότε- Ιάσωνα. «Άρχισα να θυμάμαι πάλι όταν ήμουν πάνω στο παπάκι. Είχε βραδιάσει. Είχα λίγα αίματα στο πρόσωπο. Ήθελα να παραδοθώ. Είδα την αστυνομία στο δρόμο. Πίστευα ότι η παρανομία μου ήταν ότι πήρα το παιδί. Για 18 μέρες δεν είχα συνειδητοποιήσει τι είχα κάνει. Τη γυναίκα μου την υπεραγαπούσα. Όταν μου είπαν στο αστυνομικό τμήμα ότι τη σκότωσα έπαθα σοκ» σημείωσε, απαντώντας στις ερωτήσεις της έδρας.
Αποκαλυπτικός ήταν ο διάλογος με την προεδρεύουσα του δικαστηρίου, όταν ρωτήθηκε για τις μέρες που ήταν φυγάς:
— Ερώτηση: Τι κάνατε αυτές τις 18 μέρες με τον Φοίβο;
— Απάντηση: Τα πάντα για να μην πεινάει και να μην κρυώνει. Το τάιζα κρέατα. Έκλεβα κότες από κοτέτσια. Κοιμόμασταν σε καλύβια και τροχόσπιτα. Είχα βρει κουβέρτες και μπουφάν από ένα κάμπινγκ.
— Ερώτηση: Το παιδί τι έλεγε;
— Απάντηση: Το πήρε σαν βόλτα. Πίστευε ότι ήταν παιχνίδι με την αστυνομία.
— Ερώτηση: Γιατί πήρατε το παιδί;
— Απάντηση: Φαίνεται ότι βρέθηκε στο δρόμο μου. Κόλλησε το μυαλό μου.
Οι ισχυρισμοί του δεν έπεισαν το δικαστήριο, που ομόφωνα τον έκρινε ένοχο, καταδικάζοντας τον σε ισόβια κάθειρξη και επιπλέον φυλάκιση 5 ετών. Την ικανοποίησή τους για τη δικαστική απόφαση εξέφρασαν οι οικείοι της θανούσας, τονίζοντας ότι από δω και πέρα η μέριμνά τους είναι τα δύο ανήλικα παιδιά, τα οποία ζουν με τον παππού και τη γιαγιά τους.