Τεράστιο κύκλωμα αρχαιοκάπηλων που δρούσε στην χώρα μας εξαρθρώθηκε μετά από επιχείρηση των ελληνικών αρχών σε όλη την Ελλάδα. Αρχηγοί του κυκλώματος ήταν ένα ζευγάρι Γερμανών ενώ στο «κόλπο» εμπλέκονται οίκοι δημοπρασιών του εξωτερικού.
Τις τελευταίες ημέρες, συντονισμένη αστυνομική επιχείρηση της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Πατρών, που έλαβε χώρα ταυτόχρονα σε πολλές περιοχές της Χώρας και συγκεκριμένα στην Αττική, τη Θεσσαλονίκη, την Αχαΐα, την Ηλεία, την Αιτωλοακαρνανία, τη Κόρινθο, τα Τρίκαλα, τη Λάρισα, τη Λαμία, τη Δράμα, το Προμαχώνα και τη Ρόδο.
Η συγκεκριμένη εγκληματική οργάνωση δραστηριοποιείται, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δεκατεσσάρων μηνών και από την έως τώρα έρευνα η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη έχουν εξακριβωθεί ότι τα μέλη της ενέχονται σε τουλάχιστον ενενήντα τρείς, αγοραπωλησίες και λαθρανασκαφές αρχαίων αντικειμένων και νομισμάτων, αποκομίζοντας συνολικά παράνομο περιουσιακό όφελος που ξεπερνά τις (650.000) ευρώ.
Για την υπόθεση αυτή συνελήφθησαν χθες και προχθές, σε διάφορες περιοχές της χώρας, είκοσι έξι μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, και πιο συγκεκριμένα είκοσι δύο Έλληνες άνδρες, ηλικίας από 27 έως 69 ετών, μια 54χρονη, μια 33χρονη Γεωργιανή και μια 51χρονη Γερμανίδα, σε βάρος των οποίων σχηματίστηκε δικογραφία, κακουργηματικού χαρακτήρα.
Η εγκληματική οργάνωση είχε δομημένη ιεραρχία, με προκαθορισμένους ρόλους μεταξύ των μελών της, αναπτύσσοντας συγκεκριμένο τρόπο δράσης και λειτουργώντας σε υποομάδες ως εξής :
– Λαθρανασκαφείς: Στο πρώτο στάδιο ιεράρχησης βρίσκονται οι λαθρανασκαφείς. Ξεχωριστές υποομάδες σε πολλές περιοχές της Χώρας, επέλεγαν τους τόπους για λαθρανασκαφή των αρχαίων αντικειμένων, οι οποίοι ήταν κυρίως κοντά σε αρχαιολογικούς χώρους ή ακόμα και μέσα σε αυτούς. Επίσης επέλεγαν τοποθεσίες για τις οποίες είχαν συλλέξει πληροφορίες, για πιθανή ύπαρξη αρχαιοτήτων, είτε από άλλα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, είτε μέσω του διαδικτύου (δορυφορική απεικόνιση τοποθεσιών).
Στη συνέχεια με την χρήση κατάλληλων μηχανημάτων ανίχνευσης υπεδάφους και σκαπτικών εργαλείων, προέβαιναν, κυρίως βραδινές ώρες, ώστε να μην γίνονται εύκολα αντιληπτοί, σε διενέργεια παράνομων ανασκαφών, με σκοπό την ανακάλυψη και την κλοπή αρχαιολογικών ευρημάτων.
– Μεσάζοντες: Στο επόμενο στάδιο ιεράρχησης, βρίσκονται τα άτομα στους οποίους επιδεικνύονται αρχικά τα παράνομα αρχαιολογικά ευρήματα, είτε δια ζώσης, είτε σε φωτογραφίες και οι οποίοι προέβαιναν στην αρχική εκτίμηση της αξίας τους και στη συνεχεία αναλάμβαναν την περαιτέρω διάθεση τους.
Οι μεσάζοντες είτε αγόραζαν τα αρχαία αντικείμενα από τους λαθρανασκαφείς και τα πωλούσαν στα αρχηγικά στελέχη της οργάνωσης, είτε μεσολαβούσαν για να πραγματοποιηθεί συνάντηση μεταξύ των αγοραστών και των λαθρανασκαφέων και έπαιρναν ποσοστό από την πώλησή τους.
Επίσης, ορισμένα από τα μέλη αυτά, είχαν διπλό ρόλο και συγκεκριμένα εκτός της μεσολάβησης για την πώληση των αρχαιοτήτων, πραγματοποιούσαν και οι ίδιοι λαθρανασκαφές.
Κάθε μεσάζων δραστηριοποιούνταν σε συγκεκριμένες περιοχές και διακινούσε ή συγκέντρωνε κυρίως αρχαία αντικείμενα που είχαν ανακαλυφθεί σε αυτές.
– Τα αρχηγικά στελέχη, συγκέντρωναν αρχαιότητες, τις οποίες εξήγαγαν από την χώρα και τις παρέδιδαν σε οίκους δημοπρασιών ή απευθείας σε αλλοδαπούς ιδιώτες αγοραστές.
Τα άτομα αυτά, διαθέτουν οικονομική επιφάνεια, καθώς προέβαιναν με ευκολία σε αγορές αρχαιοτήτων, αξίας δεκάδων χιλιάδων ευρώ, ενώ από την αποδεδειγμένη χρόνια ενασχόλησή τους με την παράνομη εμπορία των αρχαιολογικών ευρημάτων, είχαν αποκτήσει εξειδικευμένες αρχαιολογικές γνώσεις, σχετικά με την χρονολόγηση τους, την τεχνοτροπία κατασκευής των αρχαίων αντικειμένων.
Στην συνέχεια τα αρχηγικά στελέχη, αφού συγκέντρωναν ικανό αριθμό αρχαίων αντικειμένων, τα εξήγαγαν, εφόσον ήταν μικρά αντικείμενα, όπως νομίσματα, οι ίδιοι, από τη Χώρα και τα παρέδιδαν σε οίκους δημοπρασιών του εξωτερικού ή απευθείας σε αλλοδαπούς ιδιώτες αγοραστές.
Σε περίπτωση που η μεταφορά των αρχαίων αντικειμένων, ήταν δύσκολη λόγω του όγκου τους, είτε τα απέστελλαν με δέμα στο εξωτερικό, είτε προσέρχονταν, οι ίδιοι οι αλλοδαποί αγοραστές στην Ελλάδα, με δικά τους μεταφορικά μέσα και τα αγόραζαν.
Τα αρχηγικά στελέχη της εγκληματικής οργάνωσης, επικοινωνούσαν απευθείας τόσο με τους υπεύθυνους και τους ιδιοκτήτες των οίκων δημοπρασιών, όσο και με αλλοδαπούς ιδιώτες αγοραστές, πωλώντας τα αρχαία αντικείμενα σε πολλαπλάσια τιμή από αυτή που κατέβαλλαν για την αγορά τους.
– Στο επόμενο στάδιο ιεράρχησης, βρίσκονται οι οίκοι δημοπρασίας αλλά και οι αλλοδαποί ιδιώτες αγοραστές, οι οποίοι αποτελούν τους τελικούς αποδέκτες των αρχαιολογικών ευρημάτων, που παρανόμως διακινήθηκαν και εξήχθησαν από τη Χώρα.
Σχετικά με τους οίκους δημοπρασίας, έχει αποδειχθεί ότι έχουν τοποθετηθεί σε αυτούς αρχαία ελληνικά νομίσματα, μερικά από τα οποία εξακριβώθηκε στο πλαίσιο της αστυνομικής έρευνας, επακριβώς η πορεία τους ως ειδικότερα:
η ημέρα και ο τόπος που διενεργήθηκε η λαθρανασκαφή,
τα άτομα που τα αποκάλυψαν και τα αφαίρεσαν,
-μεσάζων που διαχειρίστηκε την αγοραπωλησία,
-αγοραστής που τα αγόρασε στην Ελλάδα,
-το ακριβές χρηματικό ποσό που καταβλήθηκε για την αγορά τους,
-τρόπος που εξήχθησαν από την Χώρα,
-η δημοπράτηση τους σε συγκεκριμένους καταλόγους οίκων, καθώς και το τελικό ποσό πώλησης τους.
Για τα νομίσματα που έχει αποδειχθεί η ακριβή πορεία τους, από τον τόπο της λαθρανασκαφής μέχρι και την δημοπρασία τους, τα αρχηγικά στελέχη για να καταφέρουν να τα παρουσιάσουν στον κατάλογο του οίκου δημοπρασίας, προσκόμιζαν καταφανώς πλαστούς τίτλους κατοχής, στους οποίους αναφέρονταν γενικά και αόριστα, ότι τα νομίσματα προέρχονταν από ιδιωτική συλλογή, διαμορφωμένη στην Ευρώπη.
Ο οίκος δημοπρασίας δεχόταν τον τίτλο αυτόν, δημοπρατούσε το νόμισμα, αναγράφοντας στην περιγραφή των νομισμάτων την αόριστη αυτή προέλευση, ωστόσο σε κάθε περίπτωση γνώριζε τον πραγματικό κάτοχο και κομιστή των νομισμάτων, καθώς επικοινωνούσαν απευθείας μαζί του, αποστέλλοντάς του μάλιστα και λίστα με τα νομίσματά του, που είχαν τοποθετηθεί στην δημοπρασία.
Μερικοί από τους οίκους δημοπρασιών, χορηγούσαν προκαταβολικά μεγάλα χρηματικά ποσά, ύψους αρκετών δεκάδων χιλιάδων ευρώ, στα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, ώστε να έχουν την αναγκαία ρευστότητα για να προβαίνουν σε παράνομες αγορές μεγάλου αριθμού αρχαίων νομισμάτων, στην Ελλάδα, τα οποία στη συνέχεια δημοπρατούσαν στους καταλόγους τους.
Οι ιδιοκτήτες των οίκων δημοπρασίας, σε συμφωνία με τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης και έχοντας ως σκοπό την επίτευξη της υψηλότερης δυνατής τιμή πώλησης των αρχαίων αντικειμένων, κατά την διάρκεια της ζωντανής δημοπρασίας, επικοινωνούσαν μεταξύ τους και προέβαιναν σε προσφορές με στόχο να αυξήσουν την τιμή, ώστε να αναγκάσουν τον πραγματικό ενδιαφερόμενο αγοραστή, να προσφέρει με την σειρά του συνεχώς υψηλότερη τιμή δημοπράτησης.
Ακόμη και στην περίπτωση που το μέλος, από λάθος εκτίμηση, προσέφερε υψηλότερη τιμή για την αγορά του αρχαίου αντικειμένου, αυτό παρέμενε στην κατοχή του και ο οίκος δημοπρασιών του χορηγούσε τίτλο νόμιμης κατοχής.
Με τον τρόπο αυτό το αρχικά παράνομα εξαγόμενο από τη Χώρα αρχαίο αντικείμενο, καθίσταται νόμιμο και ο λαθρέμπορος μπορούσε στη συνέχεια να το πουλήσει σε ιδιώτες συλλέκτες αναγράφοντας στην περιγραφή του αντικειμένου, τον τίτλο κατοχής και το ιστορικό του.