Πέθανε, σε ηλικία 79 ετών, ο Γιάννης Πουλόπουλος, ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ερμηνευτές και μια φωνή που έχει ταυτιστεί με ορισμένες από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της ελληνικής δισκογραφίας. Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι αν ο ελληνικός κινηματογράφος είχε φωνή αυτή ήταν σίγουρα η δική του.
Ο αγαπημένος τραγουδιστής κατέληξε σε ιδιωτικό θεραπευτήριο το βράδυ της Κυριακής, μετά από σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε το τελευταίο διάστημα.
Γεννήθηκε στις 29 Ιουνίου του 1941 στην Καρδαμύλη Μεσσηνίας, στην περιοχή της Μάνης.
Οι γονείς του, μεσσηνιακής καταγωγής, κατοικούσαν στην Αθήνα, στην περιοχή του Μεταξουργείου και ύστερα μετακόμισαν στο Περιστέρι και συγκεκριμένα στην περιοχή της Αγίας Τριάδας.
Σε ηλικία 5 ετών έμεινε ορφανός από μητέρα και μεγάλωσε με τον πατέρα του Γιώργο και τον μικρό αδερφό του Βασίλη.
Από μικρός είχε κλίση στο τραγούδι.
Παρακινημένος από τους φίλους του, που τον άκουγαν να τραγουδάει, αλλά και έχοντας ο ίδιος μεγάλη πίστη στις φωνητικές του ικανότητες, πήγαινε στην εταιρεία Columbia, το 1962, κάνοντας προσπάθειες για να πει κάποια τραγούδια που γίνονταν τότε ακροάσεις, ζητώντας να τον ακούσουν, αλλά κανείς δεν του έκλεισε κάποιο ραντεβού.
Συνέχισε να ζητάει ακρόαση σχεδόν καθημερινά, παρ’ όλα τα μεροκάματα που έχανε αφού δούλευε τότε σαν ελαιοχρωματιστής και οικοδόμος, ενώ παράλληλα έπαιζε ποδόσφαιρο στον Άγιο Ιερόθεο και στον Ατρόμητο.
Την ίδια χρονική περίοδο φοιτούσε στη νυχτερινή σχολή ΝΤΗΖΕΛ, με ειδικότητα ηλεκτρολόγου.
Έτσι μπήκε στο στούντιο για να ηχογραφήσει το πρώτο του τραγούδι, σε μουσική και στίχους του Μπάμπη Δαλιάνη, με τίτλο «Κορμί μου πονεμένο».
Στην πίσω πλευρά του δίσκου 45 στροφών θα έμπαινε το τραγούδι «Στο άδειο προσκεφάλι», που όμως τελικά το πήρε επί πληρωμή ο Στέλιος Καζαντζίδης από τον συνθέτη.
Τελικά, το τραγούδι δεν κυκλοφορεί και μένει ως δείγμα στην Columbia.
Ένας επιπλέον λόγος ήταν ότι ο Πουλόπουλος ακόμα ήταν ανήλικος και απαγορευόταν να εκδοθεί δίσκος με το αναγραφόμενο τραγούδι.
Το δεύτερο τραγούδι ήταν ένα συρτοτσιφτετέλι του Πάνου Πετσά με τίτλο «Δως μου την καρδιά μου πίσω».
Κυκλοφορεί σε 45άρι και στην πίσω πλευρά είχε ένα «μπαγιό» του ίδιου του συνθέτη με την Πόλυ Πάνου και τη Βούλα Γκίκα, με τίτλο «Γεννήθηκα να σε αγαπώ».
Εκείνη την περίοδο η Columbia, έχοντας στο δυναμικό της μεγάλο αριθμό άγνωστων και ανερχόμενων τραγουδιστών, αποφάσισε να κάνει εκκαθάριση και να κάνει νέες ακροάσεις, από τις οποίες θα κρατούσε 50 άτομα.
Την επιτροπή ακροάσεων αποτελούσαν οι Μίκης Θεοδωράκης, Απόστολος Καλδάρας, Βασίλης Τσιτσάνης και Γιάννης Παπαϊωάννου.
Τότε ο Γιάννης Πουλόπουλος διάλεξε να πει δύο δύσκολα τραγούδια: το «Μάνα μου και Παναγιά» και το «Παράπονο».
Μόλις τελείωσε, τον πλησίασε ο Μίκης Θεοδωράκης λέγοντας: «Αυτόν εγώ θα τον κάνω τραγουδιστή», και τελικά ήταν ο μόνος που πέρασε από αυτή την ακρόαση.
Ο Μίκης Θεοδωράκης του έδωσε να ερμηνεύσει τρία τραγούδια στο θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Η γειτονιά των αγγέλων», που εκείνη τη χρονιά (1963) ανέβηκε στο θέατρο Ρεξ από τον θίασο Τζένης Καρέζη–Νίκου Κούρκουλου.
Τα τραγούδια αυτά ήταν τα «Στρώσε το στρώμα σου για δυο», «Δόξα τω Θεώ» και «Το ψωμί είναι στο τραπέζι».
Αυτά είναι και τα πρώτα τραγούδια που ηχογράφησε σε δίσκο ο Πουλόπουλος.
Εκείνη την περίοδο ηχογράφησε το ένα και μοναδικό τραγούδι με τον Σταύρο Ξαρχάκο, το «Πρωινό τραγούδι», σε στίχους Νίκου Γκάτσου.
Στη συνέχεια, απομακρύνθηκε από την Columbia, εξαιτίας του Γρήγορη Μπιθικώτση, ο οποίος έθεσε βέτο στην εταιρεία και στους αδελφούς Λαμπρόπουλους, ότι αυτόν δεν τον ήθελε εκεί.
Το 1964 κατατάσσεται φαντάρος και απολύεται το 1966.
Η συνέχεια βρίσκει τον Γιάννη Πουλόπουλο να τραγουδάει σε αρκετές μπουάτ στην Πλάκα (Το στέκι του Γιάννη, Ταβάνια, κ.ά.).
Στη Λύρα ηχογραφεί ξανά τα τρία τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη και άλλα δώδεκα του ίδιου συνθέτη, όπως τα «Βράχο βράχο τον καημό μου», «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», «Καημός» κ.ά.
Το 1965 ερμήνευσε τέσσερα τραγούδια του τότε πρωτοεμφανιζόμενου Μάνου Λοΐζου, ενώ το 1966 τραγούδησε -σε πρώτη εκτέλεση- το «Ακορντεόν», στην ταινία μικρού μήκους «Αθήνα, πόλη χαμόγελο», σε σκηνοθεσία του Λάμπρου Λιαρόπουλου για το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Σχεδόν παράλληλα σημείωσε μεγάλη επιτυχία με το «Μη μου θυμώνεις μάτια μου», του επίσης τότε πρωτοεμφανιζόμενου Σταύρου Κουγιουμτζή.
Το 1966 συμμετείχε σε συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη στο γήπεδο της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια, μαζί με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τη Μαρία Φαραντούρη και τον πρωτοεμφανιζόμενο Δημήτρη Μητροπάνο.
Την ίδια χρονιά μπήκε για τα καλά στη δισκογραφία.
Τα 45άρια δισκάκια του κυκλοφορούν σωρηδόν και εμφανίζεται για πρώτη φορά στις κινηματογραφικές ταινίες: «Οι στιγματισμένοι» (1966), με τον Γιώργο Φούντα και τη Μάρω Κοντού, όπου τραγουδάει μαζί με την Ελένη Κλάδη το «Πολύ αργά» και το «Σ’ αγαπώ»· «Ο τετραπέρατος» (1966), με τον Κώστα Χατζηχρήστο, όπου ερμηνεύει το τραγούδι του Γιώργου Κατσαρού «Στον Πειραιά, στον Πειραιά»· «Εκείνος κι εκείνη» (1966), με τη Τζένη Καρέζη και τον Φαίδωνα Γεωργίτση, όπου τραγουδάει τη σύνθεση του Γιάννη Μαρκόπουλου «Ξεγυμνώστε τα σπαθιά».