Η επικείμενη επίσκεψη Ερντογάν στην χώρα μας μοιάζει με ειρηνική (εικονική;) απόβαση. Θα συνοδεύεται από 9 υπουργούς(!) και η αποστολή θα αποτελείται από 300 άτομα σύμφωνα με την ειδησεογραφία.
Σε δήλωση που έκανε, εν όψει της επίσκεψης, τονίζει:
«Εύχομαι να ξεκινήσουμε μια νέα διαδικασία.
»Θέλουμε να μειώσουμε τους εχθρούς και να αυξήσουμε τους φίλους.
»Πρώτα ο Θεός, θα κάνουμε αυτό το βήμα.
»Ως δύο σημαντικές και γειτονικές χώρες στην περιοχή, είναι φυσιολογικό τα συμφέροντά μας να είναι προς την ίδια κατεύθυνση.
»Μπορούμε να επιλύσουμε τις διαφωνίες μας σε ορισμένα θέματα δίνοντας προτεραιότητα στο διάλογο.
»Ως χώρες της περιοχής, αν αποκλείσουμε από τη διαδικασία τρίτες χώρες που προσεγγίζουν το θέμα με τη λογική του κέρδους και του παζαριού, δεν έχουμε κανένα πρόβλημα που δεν μπορούμε να επιλύσουμε».
Όμως η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας χαρακτηρίζεται από την σταθερή προσήλωση σε μακροπρόθεσμους στρατηγικούς στόχους.
Προφανώς η στροφή στην πολιτική απέναντι στην χώρα μας και η «επίθεση φιλίας» δεν σηματοδοτεί αλλαγή των στόχων για διχοτόμηση του Αιγαίου και διεθνή αποδοχή της de facto διχοτόμησης της Κύπρου.
Οι προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής του Ερντογάν έχουν αλλάξει λόγω της διεθνούς συγκυρίας.
Η ερμηνεία της στροφής του Προέδρου της Τουρκίας, ως ένδειξη της «δυσχερούς» θέσης στην οποία περιήλθε επειδή επέλεξε την «λάθος πλευρά της ιστορίας», πάσχει.
Μια σειρά επιλογών του Ερντογάν υποδηλώνει την εκτίμησή του ότι το imperium των ΗΠΑ βρίσκεται σε αποδρομή.
Έτσι εξηγούνται οι «αυθάδειές» του στην περίπτωση των S400, της Ουκρανίας, της ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ και τώρα του πολέμου στην Γάζα.
Η στρατηγική στόχευση της Τουρκίας είναι ο ισλαμικός κόσμος, οι Άραβες και οι «αδελφοί» λαοί της Κεντρικής Ασίας.
Η ηγετική θέση της, στον υπό διαμόρφωση νέο κόσμο, αυτούς τους πυλώνες θα έχει.
Είναι στο πλαίσιο αυτής της αλλαγής προτεραιοτήτων που επιλέγει τα «μέτωπα» της συγκυρίας.
Κρίνοντας, σωστά, ότι δεν έχουν ωριμάσει, ακόμα, οι συνθήκες της οριστικής ρήξης με την Δύση ο Ερντογάν, επιδιώκοντας το μείζον, χρησιμοποιεί ελάσσονα αντισταθμίσματα, μεταξύ των οποίων και την επικοινωνιακή βελτίωση των σχέσεων με την Ελλάδα.
Έτσι από το «θα έρθουμε μια νύχτα ξαφνικά» περάσαμε στην «γαλαντομία» του «Ως δύο σημαντικές και γειτονικές χώρες στην περιοχή, είναι φυσιολογικό τα συμφέροντά μας να είναι προς την ίδια κατεύθυνση».
Σημαντικός σύμμαχος της Τουρκίας στο «Ανατολίτικο παζάρι» που κάνει με την Δύση (στην ουσία με τις ΗΠΑ) είναι το γεγονός ότι στην ουσία δεν απειλείται από κανένα γειτονικό κράτος.
Πέρα από την αναμφισβήτητη ισχύ της, η ιδιότητα του μέλους του ΝΑΤΟ της εξασφαλίζει μια επιπλέον ομπρέλα ασφαλείας.
Έτσι, αν και επιδιώκει τον εκσυγχρονισμό του οπλοστασίου της, δεν έχει λόγους να επείγεται, υποκύπτοντας στις υπερατλαντικές προτεραιότητες.
Για πολεμικά αεροπλάνα όμως η Δυτική αγορά είναι μονόδρομος.
Αυτός ο μονόδρομος υποχρεώνει την Τουρκία να κτυπά την πόρτα της Γερμανίας για τα eurogfihter.
Στην πραγματικότητα ελπίζει αυτό να αποτελέσει ένα ακόμα επιχείρημα για να εγκριθεί από το Κογκρέσο η προμήθεια των F16.
Φυσικά δεν είναι ο μόνος λόγος οι εξοπλισμοί.
Ένα εξ ίσου πιεστικό πρόβλημα για την Τουρκία είναι και αυτό της οικονομίας.
Οι όποιες εισροές κεφαλαίων από το Κατάρ ή από άλλες πηγές δεν αρκούν για να καλύψουν τις τεράστιες ανάγκες χρηματοδότησης που επέτειναν οι σεισμοί.
Η εξάρτηση της Τουρκίας από τα κεφάλαια αλλά και από το εμπόριο με την Δύση είναι ένα εμπόδιο που ο Ερντογάν αδυνατεί να ξεπεράσει.
Η ύφεση στις σχέσεις με Ελλάδα και Κύπρο καθιστά την ανάγκη φιλοτιμία.
Τηn ώρα που παριστάνει τον προστάτη των Παλαιστινίων κηρύσσει «εκεχειρία» στο Αιγαίο.
Σε αυτά τα πλαίσια κινείται η «επικοινωνιακή απόβαση» της 7ης Δεκεμβρίου.