Δεν μπορεί κάποια παιδικά τραύματα κουβαλάει. Ίσως είχε πέσει θύμα άγριου bulling ως μαθητής και του έχει μείνει απωθημένο. Δεν εξηγείται διαφορετικά η εμπάθειά του απέναντι στον Καραμανλή.
Μπορεί να μην τον συγχωρεί που δεν τον παρέπεμψε σε προανακριτική για την ληστεία του Χρηματιστηρίου, γεγονός που θα ανάγκαζε το ΠΑΣΟΚ να συσπειρωθεί γύρω του εξασφαλίζοντάς του την κομματική αποδοχή που –παρά την οκταετή πρωθυπουργία του- δεν είχε.
Αντί γι’ αυτό ο Παπανδρέου –στον οποίο το 2004 έκανε «δώρο» την βέβαιη ήττα- τον διέγραψε.
Επιχειρώντας να κάνει το μαύρο άσπρο κατηγορεί τον Κώστα Καραμανλή γιατί δεν ολοκλήρωσε την δική του καταστροφική εξωτερική πολιτική.
Να θυμίσουμε ότι η θητεία του ξεκίνησε με διαχείριση της κρίσης των Ιμίων, κατά την οποία η Τουρκία αξιοποιώντας την ανεπάρκειά του θεμελίωσε την πολιτική των «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο.
Να θυμίσουμε ακόμα το ντροπιαστικό -για κάθε σοβαρό κράτος- «στήσιμο» της υπόθεσης Οτσαλάν ώστε να «απαχθεί» σε ξένο έδαφος.
Η ίδια η συμφωνία του Ελσίνκι ήταν στην πραγματικότητα η χαμένη ευκαιρία και όχι η μη ολοκλήρωσή της.
Η Ελλάδα το 1999 είχε με το μέρος της μια σπάνια ευνοϊκή συγκυρία. Από εκείνες που οι μεγάλοι πολιτικοί αδράχνουν και αναβαθμίζουν τις χώρες τους.
Οι ΗΠΑ και Ε.Ε., κυρίως όμως η Γερμανία, «καίγονταν» για την πρόσδεση των πρώην σοσιαλιστικών χωρών στο γεωπολιτικό και οικονομικό άρμα της Δύσης.
Η ανάγκη των ΗΠΑ να «περικυκλώσουν» την Ρωσία, και της Γερμανίας για επέκταση της οικονομικής της επικυριαρχίας, ήταν επιτακτική.
Παράλληλα η στρατηγική σημασία της Τουρκίας, μετά την πτώση της ΕΣΣΔ και με δεδομένο ότι το Ιράκ και η Συρία δεν είχαν ακόμα «απορρυθμιστεί», ήταν αποδυναμωμένη.
Η δημιουργία ψευδαισθήσεων ότι ανοίγει ο δρόμος για την ένταξή της στην ΕΕ –κάτι που για ένα κράτος 100 εκ. μουσουλμάνων δεν επρόκειτο ποτέ να συμβεί- ήταν αρκετή για να διασφαλισθούν τα εθνικά μας συμφέροντα και στο Αιγαίο και στην Κύπρο.
Αντί γι’ αυτό, αποδυναμώθηκε η θέση μας με την υπογραφή μας στην «άκριτη» διεύρυνση στην οποία συναινέσαμε «έναντι πινακίου φακής».
Γιατί, όπως αποδεικνύουν οι εξελίξεις, ούτε τα συμφέροντα της Κύπρου διασφαλίστηκαν με την ένταξή της ούτε η αμφισβήτηση της εθνικής κυριαρχίας αναχαιτίστηκε.
Το σχέδιο ΑΝΑΝ καταψηφίστηκε από τους Ελληνοκυπρίους με ποσοστό 76% ένα μήνα μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Καραμανλή.
Όποιος νομίζει ότι, αν δεν είχε κρατήσει ουδέτερη θέση η κυβέρνησή του, θα υπήρχε διαφορετικό αποτέλεσμα είναι μακριά νυχτωμένος.
Το ίδιο και όποιος πιστεύει –όπως ο κύριος Σημίτης- ότι η υπερψήφισή του θα είχε λύσει το Κυπριακό.
Αλλά από πολιτικούς που δεν διδάσκονται από τις πρακτικές της Τουρκίας στην Θράκη δεν πρέπει να περιμένουμε πολλά.
Όταν μάλιστα δεν διδάσκονται και από την «απάθεια» των εταίρων στα ρεσάλτα της Τουρκίας στην Κυπριακή ΑΟΖ και στο Αιγαίο.
Υπάρχει μια αναμφισβήτητη αλήθεια. Η ισχυρή θέση της Ελλάδας το 1999 θα διασφάλιζε, με την κατάλληλη διαπραγμάτευση, τα εθνικά μας δίκαια.
Αλλά όχι με το ζεμπέκικο του Γιώργου στον Τζεμ, ούτε με τις άκριτες και χωρίς σοβαρά ανταλλάγματα υποχωρήσεις απέναντι στα Γερμανικά συμφέροντα.
Ο κύριος Σημίτης, ας κατευνάσει τους «δαίμονες» του αναζητώντας «θεραπεία στη σιωπή» αντί να εξαντλείται προσπαθώντας να φορτώσει σε άλλους τις ευθύνες του.
Εκτός αν αποδεχθούμε ότι «τότε απλά προήδρευε», οπότε οφείλει να δώσει στους πολίτες μια εξήγηση. Ποιος κυβερνούσε όταν ήταν πρωθυπουργός;