Η πρόσφατη δημοσιότητα δεν προσέθεσε τίποτε καινούργιο σε αυτό που η κοινωνία πιστεύει ότι συμβαίνει στον χώρο του θεάματος.
Αυτό που δεν γνωρίζουμε είναι αν η πραγματικότητα είναι υποδεέστερη της κοινωνικής άποψης.
Υπό αυτήν την έννοια η Βάνα Μπάρμπα μάλλον δεν κομίζει γλαύκα.
Ο χώρος του αθλητισμού είναι εντελώς διαφορετική περίπτωση.
Το αντίστοιχο στον αθλητισμό δεν είναι η σεξουαλική εκμετάλλευση αλλά το εκτεταμένο –αν όχι- γενικευμένο ντόπινγκ.
Κατ’ αντιστοιχία, για τον αθλητισμό, αποτελεί υποκρισία να παριστάνουμε τους έκπληκτους όταν διαπιστώνονται ή καταγγέλλονται περιστατικά ντόπινγκ.
Σε κάθε περίπτωση, η σεξουαλική εκμετάλλευση είναι απολύτως καταδικαστέα.
Ιδιαίτερα όταν τα θύματα είναι ανήλικα, ή ακόμα χειρότερα παιδιά, ο αποτροπιασμός της κοινωνίας είναι απόλυτα δικαιολογημένος.
Αρκεί να θυμηθούμε την τύχη του καταδικασμένου για κακοποίηση και παιδοκτονία Μανώλη Δουρή.
Φυσικά, στην περίπτωση των ενηλίκων τα πράγματα, συνήθως, είναι διαφορετικά.
Είναι ατυχές ότι στην επιφάνεια έρχονται, κυρίως, περιστατικά που δεν προκύπτουν από τις ανάγκες επιβίωσης ή έστω στοιχειωδώς ανεκτής διαβίωσης αλλά εκείνα που συνδέονται με θεμιτές ή αθέμιτες φιλοδοξίες και καταναλωτικούς εθισμούς.
Όχι ότι σε αυτές τις περιπτώσεις η εκμετάλλευση είναι θεμιτή, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι διαφορετικό να υποκύπτεις από ουσιαστική ανάγκη και άλλο για μια θέση στα πλατό, στη σκηνή, για ένα ρόλο, για ένα μετάλλιο ή χειρότερα για μία Prada, ένα Rolex ή ένα Armani.
Το πρόβλημα προκύπτει από το γεγονός ότι κανένας δεν ασχολείται σοβαρά με την «αθέατη πλευρά της κοινωνίας» η οποία μόνο προσχηματικά απασχολεί τα φώτα της δημοσιότητας.
Όταν στις ΗΠΑ «σχεδόν 30 εκατ. ενήλικοι ζούσαν σε νοικοκυριά όπου δεν υπήρχε επάρκεια σε φαγητό» σύμφωνα με πρόσφατο άρθρο στο Bloomberg (Καθημερινή, 19/01/2021) τότε είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι η παραβίαση των δικαιωμάτων και ο ευτελισμός της αξιοπρέπειας των πολιτών είναι διαδεδομένος.
Ανάγκα θεοί πείθονται και βροτοί υποκύπτουν. Η ανέχεια οξύνει και κάνει ανελαστικές τις ανάγκες. Πάνω σε αυτές εδράζεται η εκμετάλλευση.
Στα καθ’ ημάς, η έκταση της ανεργίας, η υποαπασχόληση, οι εξευτελιστικοί μισθοί, διαμορφώνουν τις συνθήκες στις οποίες εδράζεται όχι μόνο η παραβίαση των εργασιακών δικαιωμάτων αλλά και η σεξουαλική παρενόχληση και εκμετάλλευση.
Απέναντι στις ανελαστικές βιοτικές ανάγκες ποιος μπορεί να κρίνει αυτούς που έχουν να επιλέξουν ανάμεσα στον δρόμο του Γιάννη Αγιάννη ή της υποταγής στις ορέξεις του Διευθυντή ή του Αφεντικού;
Μήπως αν ακολουθήσουν τον δρόμο της καταγγελίας υπάρχει περίπτωση να βρουν το δίκιο τους;
Πώς θα αντιμετωπίσουν τα πάσης φύσεως μέσα που έχει στην διάθεσή του ο καταγγελλόμενος;
Όταν είναι δεδομένο ότι τα δίχτυα του νόμου δεν πιάνουν τα «μεγάλα ψάρια» (Siemens, C4I, χρηματιστήριο, πολιτικό χρήμα, λίστες Λαγκάρντ και Μπόργιανς, κ.λπ.).
Αυτές τις καταστάσεις έχει υποχρέωση να καταγγείλει και να αντιμετωπίσει η πολιτική και η πολιτειακή ηγεσία.
Εκεί κρίνεται η κοινωνική ευαισθησία, όχι στο σερβίρισμα εορταστικών γευμάτων και στις συναντήσεις με την κυρία Μπεκατώρου, δράσεις που μοιάζουν με «ευκαιρίες για μια στιγμή δημοσιότητας».
Το πρωταρχικό καθήκον των ηγετών είναι η αντιμετώπιση των αναγκών της κοινωνίας, όχι η διαχείριση της δημόσιας εικόνας τους.
Των αναγκών εκείνων που διαμορφώνουν τις συνθήκες και για την σεξουαλική εκμετάλλευση κυρίως των «κολασμένων της γης». Αλλά, ποιά είναι η ηγεσία που θα τολμήσει να πιάσει αυτόν τον ταύρο απ’ τα κέρατα;