Ο Παλαιολόγος, με την θυσία του, έσωσε τα τελευταία ψήγματα αξιοπρέπειας μιας αυτοκρατορίας που είχε αυτοκτονήσει. Κάποιοι από τους ενόχους, ή τους επιγόνους τους, ήταν ακόμα μέσα στην Πόλη πληρώνοντας αμαρτίες δικές τους και των προγόνων τους αλλά και άλλων.
Αυτοί με τους δογματισμούς τους εξασθένισαν την δύναμη της αυτοκρατορίας και την ικανότητα της να αντισταθεί στις ορδές του Μωάμεθ.
Στοιχημένοι, με φανατισμό, πίσω από δόγματα που δεν ήταν εξ αποκαλύψεως –δεν ήταν εντολές χαραγμένες στην πέτρα από το χέρι του Θεού- δεν ήταν, πολλές φορές, καθοριστικά για την ουσία της πίστης, οδηγούσαν τις καταστάσεις στα άκρα προκειμένου να επιβάλλουν την δική τους «αλήθεια».
Αλήθεια που ανάγκαζε πολλούς, για να γλυτώσουν, να γυρίζουν την πλάτη στον Αυτοκράτορα και τον Ιεράρχη προτιμώντας αρκετές φορές να συμμαχήσουν με τους αλλόθρησκους που κατ’ αρχήν ήταν πιο ανεκτικοί απέναντι τους.
Εκεί ήταν οι οπαδοί του «καλύτερα Τουρκικό σαρίκι παρά Παπική Τιάρα».
Εκεί ήταν οι επίγονοι των δολοπλόκων και δολοφόνων που για χάρη του πλούτου και της εξουσίας διέβαλαν και δολοφονούσαν, αν όχι κυριολεκτικά τουλάχιστον ηθικά, όποιον υποψιάζονταν ότι μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην φιλαρχία και την φιλαργυρία τους.
Εκεί ήταν οι υπήκοοι –όσοι είχαν απομείνει- που, παραδομένοι στον ευδαιμονισμό παρέδωσαν την δύναμη, της αυτοκρατορίας στους μισθοφόρους.
Έτσι δυνάμωσαν οι Σελτζούκοι και τον Αύγουστο του 1071 κατατρόπωσαν τις δυνάμεις –ετερόκλητες και κατά βάση μισθοφορικές- του Ρωμανού.
Έτσι πάτησαν πόδι οι Τούρκοι στην Μικρά Ασία.
Οι συνομωσίες για τον θρόνο, οι θρησκευτικές διαμάχες, οι συρράξεις των φεουδαρχών, η δραματική υποβάθμιση των αγροτών ήταν μερικές από της αρρώστιες που οδηγούσαν, με βεβαιότητα, στο μοιραίο τέλος.
Έστω και αν αυτό καθυστέρησε 400 χρόνια είναι αμφίβολο αν η αυτοκρατορία θα κατόρθωνε να απαλλαγεί από τα δικά της θανατηφόρα «αυτοάνοσα».
Οπότε, και δίχως το βαρύ πλήγμα που δέχτηκε από τους σταυροφόρους το 1204, μάλλον δεν θα είχε κατορθώσει να αντέξει απέναντι στην Οθωμανική ορμή.
Μελετώντας την νεοελληνική ιστορία διαπιστώνουμε ότι αρκετά από τα «αυτοάνοσα» επιβιώνουν και απειλούν.
Ήδη ο Σολωμός στον Εθνικό Ύμνο καταγγέλλει:
«Η διχόνοια που βαστάει ένα σκήπτρο η δολερή…» οδηγώντας τους ξένους να πουν «αν μισούνται ανάμεσά τους δεν τους πρέπει λευτεριά».
Το τυφλό πάθος για την εξουσία και η έλλειψη ανοχής και σεβασμού για την άλλη άποψη κόστισε πολύ ακριβά στην Ελλάδα.
Μόνο τον 20ο αιώνα ο διχασμός που ξεκίνησε με το πραξικόπημα του 1909 και κορυφώθηκε από τις μετέπειτα εξελίξεις άφησε βαθιά τραύματα.
Ο εμφύλιος και αδυναμία των επιγόνων του Βενιζέλου να αναδείξουν και να αποδεχθούν μια αξιόλογη ηγετική προσωπικότητα αποσταθεροποίησε το ήδη ναρκοθετημένο δημοκρατικό πολίτευμα οδηγώντας στην δικτατορία.
Αλλά και μετά την Μεταπολίτευση, παρά την καταστροφή της Κύπρου, παρά την εμφανή ανασύνταξη της Τουρκίας, παρά την επιτακτική ανάγκη να οχυρωθεί από όλες τις απόψεις η χώρα, παρά το γεγονός ότι αυτό κυρίως προϋπέθετε την ανάπτυξη και την ένταξη της χώρας στην Ε.Ο.Κ. το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ως αντιπολίτευση πολέμησε τις στρατηγικές επιλογές της κυβέρνησης Καραμανλή.
Όταν δε, επενδύοντας στον ψυχισμό και στα συναισθήματα του λαού, χρησιμοποιώντας τον άκρατο λαϊκισμό ως «πολιορκητικό κριό» κατάκτησε την εξουσία, «φρόντισε» σε μια οκταετία να αποσαρθρώσει τους «αρμούς» της εξουσίας, να ναρκοθετήσει την κοινωνική συνοχή, και να εγκαταστήσει στο τιμόνι της οικονομίας «τον αυτόματο πιλότο του Δημόσιου χρέους και των άλλων ανελαστικών δαπανών»(Απόστολος Λάζαρης, 1988).
Την ίδια πολιτική όμως ακολούθησε και αργότερα. Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση Καραμανλή δεν υπέκυψε το 2004 στον πειρασμό των ποινικοποιήσεων –ούτε καν για την ληστεία του χρηματιστηρίου- ο Παπανδρέου πρωτοστάτησε προσωπικά σε όλες τις κινητοποιήσεις, είτε αυτές αφορούσαν την ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ και της Ολυμπιακής, είτε την στρατηγική επένδυση της COSCO -που δημιουργούσε ένα ευρύ πεδίο συνεργασιών με την Κίνα- είτε τους ενεργειακούς αγωγούς οι οποίοι παρέκαμπταν την Τουρκία αποδυναμώνοντας την.
Τέλος όταν είχε κορυφωθεί ήδη η παγκόσμια οικονομική κρίση και κτυπούσε την πόρτα μας, όχι μόνο αρνήθηκε(5 Μαρτίου 2009) να συμφωνήσει σε ελάχιστο κοινωνικό μορατόριουμ αλλά αρνήθηκε και την επανεκλογή του Παπούλια πριν από την διεξαγωγή εκλογών εξαναγκάζοντας τον Καραμανλή να τις επισπεύσει, αφού η λήψη των αναγκαίων μέτρων, υπό αυτές τις συνθήκες, ήταν αδύνατη. Ακόμα και τότε, όμως, διαβεβαίωνε ότι «λεφτά υπάρχουν», τάζοντας τα πάντα στους πάντες.
Επειδή, παρά την κρίση, τα παθήματα δεν φαίνεται να γίνονται μαθήματα.
Επειδή, το γεγονός ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ –ιδιαίτερα πριν από θερινή κυβίστηση Τσίπρα- υπήρξε ένα «πολιτικό τέρας», δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχνάμε ότι κάποιοι ευθύνονται γι’ αυτό και ότι δεν προέκυψε από «παρθενογένεση», ούτε ότι η χρεωκοπία και το πρώτο μνημόνιο επιβλήθηκαν το 2010 και όχι το 2015.
Επειδή η επιθετικότητα της Τουρκίας, σε συνδυασμό με τις διεθνείς εξελίξεις –ανακατατάξεις ισχύος μεταξύ ΗΠΑ, Ρωσίας, Κίνας, διαφορετικά συμφέροντα εταίρων Ε.Ε.- δημιουργούν εξαιρετικά δυσοίωνες προοπτικές για την Ελλάδα.
Επειδή η πανδημία δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχνάμε την στρατηγική επιβουλή που ελλοχεύει στα ανατολικά σύνορά μας, είναι καιρός να αφήσουμε στην άκρη τις παθογένειες του παρελθόντος.
Οι τυφλές συγκρούσεις επί παντός επιστητού, η προσπάθειες εξόντωσης του αντιπάλου –χρησιμοποιώντας πολλές φορές «ανίερους» συμμάχους που στο μέλλον μπορεί να αποδειχθούν θανάσιμοι εχθροί- η ανασφάλεια που οδηγεί στην περιχαράκωση εντός «φαιδρών ανθρώπινων τειχών», είναι καταστροφικές.
Η επιλογή της Π.τ.Δ. αποτελεί ένα πολύ χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της παθογένειας.
Γιατί σε τελική ανάλυση δεν έχει σημασία σε ποίον «θρόνο» θα κάθεσαι αλλά ποιας χώρας κορυφή θα είναι αυτός ο «θρόνος».
Ας θυμηθούμε πάλι τον «Μαρμαρωμένο Βασιλιά» που καθόταν στον θρόνο όχι μιας αυτοκρατορίας αλλά μιας ετοιμοθάνατης πόλης.
Ίσως αυτό να μας βοηθήσει να συνέλθουμε.
Ίσως τότε, γιορτάζοντας τα 200 χρόνια από την επανάσταση, να στοχαστούμε για τις αιτίες που οδήγησαν στην πτώση της αυτοκρατορίας της οποίας ή Άλωση ήταν απλά η αυλαία.
Τότε μόνο υπάρχει πιθανότητα να αναγνωρίσουμε τις παθογένειες μας, τα «αυτοάνοσα» μας και να απαλλαγούμε από αυτά.
Διαφορετικά κινδυνεύουμε να διαπιστώσουμε, στο απώτερο μέλλον, ότι το 1821 δεν αναστήθηκε ένα έθνος, αλλά ότι, δυστυχώς, αναδύθηκε προσωρινά από το σκοτάδι της ιστορίας ένα άψυχο ζόμπι.