Πρόσφατα, ο Γερμανός αναλυτής Ρόμπερτ Χάλβερ της Baader Bank υποστήριξε πως μόνο εκτός ευρώ και με διαγραφή ολόκληρου του δημοσίου χρέους η Ελλάδα θα καταφέρει να ορθοποδήσει. Λίγες μέρες μετά, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, στην ενδιάμεση έκθεσή του για το 2017, πρότεινε ευθέως την επιλογή μιας προληπτικής πιστωτικής γραμμής (συνεπάγεται δεσμεύσεις ενός μίνι Μνημονίου), αντί για “καθαρή έξοδο”. Αμφισβήτησε ευθέως την κυβερνητική στρατηγική, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις.
Τα τέσσερα βασικά επιχειρήματα του Στουρνάρα είναι πως ένα τέτοιο προληπτικό πλαίσιο:
Πρώτον: «Μπορεί να δράσει υποστηρικτικά για την ελληνική οικονομία, μειώνοντας το κόστος δανεισμού, καθώς θα παρέχει ασφάλεια σχετικά με την πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου σε χρηματοδότηση μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018».
Δεύτερον: «Θα τονώσει την εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών στις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, διότι αυτοί θα γνωρίζουν ότι η οικονομική πολιτική είναι και θα παραμείνει συνετή, αποκλείοντας την επανεμφάνιση των ανισορροπιών».
Τρίτον: Αν τα πράγματα δεν πάνε καλά στις αγορές, με την πιστοληπτική γραμμή δεν θα χαθεί η δυνατότητα για τα ελληνικά ομόλογα να χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος. Επίσης, να συμμετάσχουν στις αγορές ομολόγων της ΕΚΤ, στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, είτε στην κανονική του διάρκεια είτε στη διάρκεια της επανεπένδυσης σε νέους τίτλους.
Τέταρτον: «Οι δράσεις αυτές θα βελτιώσουν το επενδυτικό και επιχειρηματικό κλίμα και θα προσελκύσουν εγχώριες και ξένες άμεσες επενδύσεις.
Παράλληλα, θα διευκολύνουν την επιστροφή στη χρηματοπιστωτική κανονικότητα, την οριστική άρση των κεφαλαιακών περιορισμών και τη διατηρήσιμη ανάκαμψη της οικονομίας μετά από οκτώ χρόνια θυσιών, ύφεσης και στασιμότητας που έχουν επιτείνει τις κοινωνικές ανισότητες».
Πολιτικής οικονομίας το ανάγνωσμα
Τα επιχειρήματα αυτά είναι τουλάχιστον συντηρητικά, έχουν προφανή πολιτική χροιά και από οικονομικής απόψεως είναι αμφιλεγόμενα.
Πρώτον, γιατί κάποτε θα χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε τις αγορές μετωπικά. Ενίοτε, το “μαξιλάρι” λειτουργεί και ανάποδα. Δίνει την ευκαιρία στους επιτήδειους να σπεκουλάρουν. Σχετικά με την ασφάλεια του δανεισμού, οι αγορές βλέπουν πως με εξαίρεση το χρέος, ο ελληνικός προϋπολογισμός είναι από τους καλύτερους του κόσμου. Και στο δημοσιονομικό επίπεδο έχουν γίνει θαύματα. Ίσως δεν τα βλέπουν οι “τσοπάνηδες” που προσπαθούν να τις καθοδηγήσουν. Άλλωστε, σε κάθε περίπτωση θα δανειζόμαστε πιο ακριβά από τα μνημόνια, αλλά αυτό έχει και μια εθνική, πολιτική και κοινωνική σημασία. Είναι η κανονικότητα του συστήματος που υπηρετεί τόσο η Τράπεζα Ελλάδος όσο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Δεύτερον, «συνετή» πολιτική ώστε να υπάρχει μεσομακροπρόθεσμη «εμπιστοσύνη» σημαίνει να μην μεταφραστεί το κομμάτι ελευθερίας που αποκτά η ελληνική κυβέρνηση τον Αύγουστο του 2018 σε πολιτικές ανακούφισης των χαμηλών και των μεσαίων στρωμάτων. Αντιθέτως, να πάει όλο στις λεγόμενες μεταρρυθμίσεις, που κατά διαβολική σύμπτωση(!) πάντα αφορούν στον περιορισμό των δικαιωμάτων της εργασίας, του δίκαιου επιχειρείν, καθώς και στην εκποίηση του εθνικού πλούτου, δημόσιου και ιδιωτικού, σε ξένα συμφέροντα.
Τρίτον, οι όροι για την συμμετοχή στην ποσοτική χαλάρωση είναι γνωστοί και έχουν εξυπηρετήσει με 1,5 τρισ. ευρώ τη σωτηρία των γερμανικών και γαλλικών και των λοιπών τραπεζών. Η υπόθεση του ελληνικού χρέους είναι λογιστική και πολιτική, όχι πραγματική. (Σ.Σ: να δούμε και τι θα απαντήσει ο Ντράγκι στην ερώτηση για το νομικό σκεπτικό του στραγγαλισμού των ελληνικών τραπεζών).
Τέταρτον, το επενδυτικό και επιχειρηματικό κλίμα θα βελτιωθεί αποτελεσματικά, όταν τα συστήματα διαπλοκής που λεηλάτησαν επί δεκαετίες τις ελληνικές αγορές και μπλόκαραν κάθε έννοια ανταγωνισμού, περιοριστούν ή εξαφανιστούν από την ελληνική οικονομία. Το δραματικό αυτό διαρθρωτικό πρόβλημα οφείλει να το γνωρίζει ο Στουρνάρας από πρώτο χέρι, δεδομένου ότι οι θέσεις που κατείχε στο παρελθόν είχαν θέαση προς το πρόβλημα.
Ο κοινωνικός παράγοντας
Έχουμε ζωτική ανάγκη από την επιστροφή στη διατηρήσιμη ανάπτυξη με όρους εθνικούς και με προδιαγραφές ευρωπαϊκού κράτους δικαίου, ούτως ώστε να απαλλαγεί η ελληνική κοινωνία από τις ανισότητες που προκάλεσε η ύφεση. Χρειαζόμαστε νέους όρους, διότι την ύφεση και τη χρεοκοπία την προκάλεσε το πάρτι λεηλασίας, στο οποίο είχαν επιδοθεί πολιτικοί και ολιγάρχες.
Οι ευθύνες της ΝΔ είναι μοιραίες και του ΠΑΣΟΚ διαχρονικές. Συνεπώς, αυτοί που έριξαν τη χώρα στα βράχια δεν νοιάζονται για να την σώσουν, την ψυχή τους προσπαθούν να κοροϊδέψουν και τους Έλληνες πολίτες.
Ως καθηγητής οικονομικών ο Στουρνάρας ξέρει ότι οικονομία σκέτη δεν υπάρχει (ιδιαίτερα τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια που ούτε τα κλασικά οικονομικά ισχύουν εξ αιτίας του ακραίου μονεταρισμού…Μ8;). Υπάρχει “πολιτική οικονομία” που λαμβάνει υπόψη της στις αποφάσεις μέτρων πολιτικής τον κοινωνικό παράγοντα. Και ο κοινωνικός παράγοντας στην Ελλάδα έχει φτάσει στα όριά του (Σ.Σ: έχει ξεπεράσει κάθε όριο στωϊκότητας). Το γεγονός ότι ο “Κανένας” βγαίνει πρώτος στις προτιμήσεις για πρωθυπουργός δείχνει πως η κοινωνία είναι κοντά στο να διαβεί το κατώφλι του κοινωνικού μηδενισμού με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Είναι άγνωστο εάν μιλάνε γι’ αυτά τα κρίσιμα στο κονκλάβιο των διοικητών κεντρικών τραπεζών στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στο οποίο μετέχει ο Στουρνάρας. Ο ίδιος, όμως, ως διοικητής και ως καθηγητής οφείλει να ξέρει την ελληνική πραγματικότητα και να την επισημαίνει στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Επειδή είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι ο Στουρνάρας διαθέτει κοινωνική ευαισθησία, είναι σκόπιμο να θέτει στις συζητήσεις του με τους διεθνείς παράγοντες την κατάσταση του κοινωνικού παράγοντα.