Η αγωνία της Ουάσιγκτον μήπως ενοχληθεί η Τουρκία και χαθεί κάθε ελπίδα ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ φαίνεται πως έχει συμπαρασύρει και το θέμα των ελληνικών F-35, μεταθέτοντας, όπως προκύπτει από πληροφορίες της εφημερίδας «Καθημερινή», την επίσημη ειδοποίηση του Κογκρέσου μάλλον για μετά τη Σύνοδο στο Βίλνιους.
Η καθυστέρηση στην προβλεπόμενη διαδικασία, δηλαδή, δεν οφείλεται ούτε σε επιφυλάξεις ούτε σε δεύτερες σκέψεις από τις ΗΠΑ, αλλά σε μια ύστατη προσπάθεια προσχηματικής τήρησης των ισορροπιών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Ισορροπίες που στην πραγματικότητα έχουν πάψει να υφίστανται εδώ και καιρό, όπως αναγνωρίζουν οι πάντες στην αμερικανική πρωτεύουσα.
Στο πλαίσιο των πολύμηνων προσπαθειών των ΗΠΑ να λύσουν τη δύσκολη εξίσωση Σουηδίας – F-16 εκφράστηκε και τελικά επικράτησε η άποψη ότι αν η Ελλάδα προχωρήσει τώρα ένα βήμα πιο κοντά στην απόκτηση των μαχητικών, κάθε ενέργεια να πειστεί η Τουρκία να εγκρίνει την ένταξη της Σουηδίας κινδυνεύει να τιναχθεί στον αέρα.
Μεγάλο το ρίσκο, όπως αξιολόγησαν στην αμερικανική κυβέρνηση και έβαλαν την Αθήνα σε κατάσταση αναμονής, παρά το γεγονός ότι έχουν πέσει και οι τέσσερις απαιτούμενες υπογραφές από τα προεδρεία των Επιτροπών Εξωτερικών Σχέσεων και Διεθνών Υποθέσεων Γερουσίας και Βουλής αντίστοιχα, κάτι που αποτελεί και το μεγαλύτερο πρόσκομμα σε κάθε διεθνή πώληση όπλων.
Η τελευταία υπογραφή
Όταν στις αρχές Ιουνίου ο Ρεπουμπλικανός αντιπρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής στην Γερουσία, Τζιμ Ρις, έβαζε την τελευταία υπογραφή, πηγές του Κογκρέσου ανέφεραν στην «Καθημερινή» ότι η επίσημη ειδοποίηση ήταν ζήτημα ωρών ή το αργότερο μίας εβδομάδας, σε μια διαδικασία που δρομολογείται σχεδόν αυτόματα, όπως τόνιζαν χαρακτηριστικά.
Υπενθυμίζεται πως όταν τον Απρίλιο το Κογκρέσο έδωσε το πράσινο φως στο μικρό πακέτο πώλησης συστημάτων αναβάθμισης στην Τουρκία, η ειδοποίηση έγινε την ίδια ημέρα.
Η Ουάσιγκτον θέλει πρώτα να λύσει με την Αγκυρα το θέμα της ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, το οποίο η Τουρκία συνδέει με τα F-16.
Οπως αποδεικνύεται δυστυχώς, η διασύνδεση των δύο προτεινόμενων πωλήσεων προς Ελλάδα και Τουρκία, που επινοήθηκε και δρομολογήθηκε προ μηνών από συγκεκριμένο στέλεχος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου, συνεχίζει να παράγει προβληματικές εξελίξεις ακόμη και σήμερα.
Η αμφιλεγόμενη τότε απόφαση να υποβληθούν τα αιτήματα των F-35 και των F-16 την ίδια ημέρα στο Κογκρέσο, με σκοπό «είτε να περάσουν μαζί είτε να “παγώσουν” μαζί», δεν τελεσφόρησε, αφού οι νομοθέτες διέγνωσαν τον συγκεκαλυμμένο εκβιασμό και απάντησαν εγκρίνοντας το ελληνικό αίτημα και «παγώνοντας» το τουρκικό.
Φαίνεται ότι στην Ουάσιγκτον δεν διαθέτουν συγκεκριμένο σχέδιο ούτε για τη διαχείριση της Τουρκίας γενικά ούτε για την ένταξη της Σουηδίας ειδικότερα, και απλώς ελπίζουν σε αλλαγή στάσης του Ερντογάν έστω και την τελευταία στιγμή.
Μετά τον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας Τζέικ Σάλιβαν, τη σκυτάλη στις τηλεφωνικές επαφές με τους τέσσερις αρμόδιους νομοθέτες (Ρόμπερτ Μενέντεζ, Τζιμ Ρις, Μάικ Μαϊκόλ και Γκρέγκορι Μικς) πήρε ο ΥΠΕΞ Αντονι Μπλίνκεν προσπαθώντας να διερευνήσει όλα τα ενδεχόμενα και να συζητήσει πιθανά εναλλακτικά σενάρια.
Σύμφωνα με πληροφορίες, στις συζητήσεις που είχε δεν ήταν πιεστικός, ούτε φορτικός, απλώς επιχείρησε να «διαβάσει» τις προθέσεις των συνομιλητών του.
Ο κ. Μπλίνκεν στη συνάντηση που είχε με τον Τούρκο ΥΠΕΞ Χακάν Φιντάν στο Λονδίνο αλλά και η υφυπουργός Εξωτερικών Βικτόρια Νούλαντ στη συνάντηση που είχε με τον Τούρκο ομόλογό της Μπουράκ Ακαπάρ στην Ουάσιγκτον, στο πλαίσιο του στρατηγικού μηχανισμού, δεν κατάφεραν και πάλι να πείσουν τους συνομιλητές τους ότι στις ΗΠΑ «δεν αποφασίζει και διατάζει ο πρόεδρος».
Η τουρκική πλευρά, που βάζει ολοένα και περισσότερα ζητήματα στο τραπέζι, επιμένει ότι ο Λευκός Οίκος, για λόγους εθνικής ασφαλείας, θα πρέπει να εφαρμόσει το λεγόμενο μοντέλο της Σαουδικής Αραβίας.
Υπενθυμίζεται πως τον Μάιο του 2019 ο τότε πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, επικαλούμενος λόγους εθνικής ανάγκης (εξαιτίας της κατάστασης στο Ιράν), παρέκαμψε το βέτο του Κογκρέσου και προχώρησε στην πώληση όπλων στη Σαουδική Αραβία, στην Ιορδανία και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ύψους 8 δισ. δολαρίων.
Το Κογκρέσο προσπάθησε τρεις φορές να σταματήσει την πώληση μέσω του λεγόμενου «ψηφίσματος μη έγκρισης», αλλά σε καμία από τις τρεις ψηφοφορίες δεν συγκεντρώθηκαν τα δύο τρίτα της ολομέλειας Βουλής και Γερουσίας που δημιουργούν τις συνθήκες «veto proof».
Σύμφωνα με όλες τις συγκλίνουσες πληροφορίες, ο σημερινός ένοικος του Λευκού Οίκου δεν προτίθεται να επικαλεστεί λόγους εθνικής ασφαλείας για χάρη της Τουρκίας μεσούσης της προεκλογικής περιόδου, ούτε να εναντιωθεί στη βούληση του Κογκρέσου.
Τουρκική «τρίπλα»
Προβληματισμό, εν τω μεταξύ, προκαλεί το ενδεχόμενο να αναζητείται από τους Τούρκους –σε συνεννόηση με συγκεκριμένα κέντρα στο αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών– τρόπος παράκαμψης των κυρώσεων CAATSA σε περίπτωση που δοθεί το πράσινο φως και προχωρήσει η πώληση ή η αναβάθμιση των μαχητικών.
Πηγές στο Κογκρέσο δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο η αλλαγή του ονόματος των τουρκικών αμυντικών βιομηχανιών από Presidency of Defense Industries (SSB) σε Defense Industry Agency (DIA) και η αντικατάσταση του προέδρου Ισμαήλ Ντεμίρ να σχετίζονται με μια προσπάθεια εύρεσης τρόπου να προχωρήσει χωρίς νομικά κωλύματα η πώληση, όταν ξεπεραστούν τα σημερινά εμπόδια.
Οπως διευκρίνισε στην «Καθημερινή» το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, «οι κυρώσεις CAATSA 231 επιβλήθηκαν τον Δεκέμβριο του 2020 στην SSB, στον τότε πρόεδρό της Ισμαήλ Ντεμίρ και σε ακόμη τρία στελέχη της εταιρείας.
Οι κυρώσεις περιλαμβάνουν απαγόρευση στην παροχή συγκεκριμένων αδειών εξαγωγής και εξουσιοδοτήσεων για υλικά και τεχνολογία προς την SSB».
Και όπως έχει επανειλημμένως τονιστεί, «οι κυρώσεις CAATSA δεν επιβάλλονται σε χώρες, αλλά σε ιδιώτες και οντότητες».