Στην Αλβανία τα «ιστορικά θέματα» που εξυπηρετούν ανθελληνική και αντισερβική προπαγάνδα είναι ιδιαιτέρως αγαπημένα. Ο κοντοπίθαρος αλβανικός εθνικισμός, το βαλκανικό ποντίκι που βρυχάται, εδώ και 100 χρόνια διαστρεβλώνει την πραγματικότητα και παράγει μισαλλόδοξη μυθιστορία, την οποία ο απλοϊκός αλβανικός λαός καταναλώνει ακόρεστα για να μη σκέφτεται την πείνα του, όταν δεν σκέφτεται πώς θα φύγει τρέχοντας σαν δραπέτης, λαθρο-μετανάστης, για να γλιτώσει από το κοτζαμπάσικο τσιφλίκι που παριστάνει το αλβανικό κράτος και τον απομυζεί.
Ένα δίκτυο «εθνικιστών» δημοσιογράφων, που αυτή την εποχή σιτίζονται από το καθεστώς του γελωτοποιού «κλεφτοκοτά» Έντι Ράμα, παράγει ανθελληνική προπαγάνδα και καλλιεργεί τον μισελληνισμό, την ίδια ώρα που η ελληνική Πολεμική Αεροπορία έχει τη φύλαξη του εναέριου χώρου της Αλβανίας, γιατί αυτό το φτωχό κράτος δεν έχει χρήματα να αγοράσει ούτε ανεμόπτερο.
Βεβαίως, ο ανθελληνισμός και ο μισελληνισμός «καθοδηγούνται» και «χορηγούνται» από το νεο-οθωμανικό ισλαμιστικό καθεστώς του Ερντογάν, τον εθνοϊσλαμισμό, τη Μουσουλμανική Αδελφότητα κι άλλα φιτίλια που δεν παραιτήθηκαν ποτέ από τη «φιλοδοξία» να φιτιλιάσουν τα Βαλκάνια. Και βεβαίως όπου κυκλοφορεί τόσο «μαύρο χρήμα» πάντα βρίσκονται οι πρόθυμοι να το πάρουν.
Θέμα της εκπομπής «Gjurmë shqiptare» του γνωστού ακραίου εθνικιστή δημοσιογράφου Μαρίν Μέμα (Marin Mema), που μεταδόθηκε το Σάββατο 27/05 από τον φιλοκυβερνητικό τηλεοπτικό σταθμό Top channel, ήταν η εκτέλεση στις 17 Ιουλίου 1915, των «Αλβανών πατριωτών και αγωνιστών Cerciz Topulli (ο αριστερά στην κεντρική φωτογραφία) από το Αργυρόκαστρο και Muco Qulli από το Μπεράτι», από Μαυροβούνιους στρατιώτες στη Σκόδρα.
Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο, ο Topulli εκτελέσθηκε μετά από παρέμβαση του τότε Ελληνικού Προξενείου στη Σκόδρα, ενώ για τη δολοφονία του πλήρωσε Έλληνας έμπορος στη Σκόδρα.
Στο θέμα έχει αναφερθεί κατά το παρελθόν με τον ίδιο τρόπο και ο Αλβανός δημοσιογράφος Roland Qafoku.
Κατά τους Qafoku και Mema, στην εκτέλεση του Topulli συνέβαλαν δύο Έλληνες επιχειρηματίες, ο Μιχαλάκης Κουλουμπούρης που είχε ξενοδοχείο στην εν λόγω πόλη και ο έμπορος Σπύρος Τόζλης.
Μαζί τους συνεργάστηκε και ο Αλβανός Alush Lohja.
Ο Mema στηρίζει τα περί εμπλοκής του Κουλουμπούρη όχι σε έρευνα και πόρισμα αρμοδίων Αρχών, αλλά σε δημοσίευμα τοπικής εφημερίδας του 1919, γραμμένο από υπάλληλο του Κτηματολογίου.
Αντιδρώντας τότε στο συγκεκριμένο δημοσίευμα, ο Κουλουμπούρης είχε γράψει σε άλλη εφημερίδα ότι δεν ευθύνεται ο ίδιος για τη δολοφονία, αλλά ο συμπατριώτης του Topulli από το Αργυρόκαστρο, Feizi Alizoti, πρώην ανώτερος υπάλληλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με τον οποίο είχε διαφορές.
Παρά ταύτα, ο Mema ισχυρίζεται ότι η ανάμειξη του Ελληνικού Προξενείου στη δολοφονία του Topulli ήταν εκδίκηση για τη δολοφονία του μητροπολίτη Κορυτσάς Φώτιου το 1906 από τον Topulli, τον οποίο ο τελευταίος και η ομάδα των «ανταρτών» του κατηγορούσαν ότι είχε οργανώσει τη δολοφονία του Αλβανού ιερέα, Kristo Negovani, διότι τελούσε τη λειτουργία στην αλβανική γλώσσα.
Η πραγματικότητα
Η αλβανική ιστοριογραφία, ειδικά της εποχής του κομμουνισμού, υποστηρίζει ότι ο Cerciz Topulli ήταν «πατριώτης και αγωνιστής για την ελευθερία».
Ο μύθος γύρω από το πρόσωπό του άρχισε να πλάθεται από τη δεκαετία του 1930.
Το 1934 στήθηκε ανδριάντας του στην πλατεία του Αργυρόκαστρου, που υπάρχει ακόμα.
Στην «πατριωτική του δράση» περιλαμβάνεται και η δολοφονία του Αστυνομικού Διευθυντή Αργυρόκαστρου Χαλίτ μπέη το 1908.
Μετά το 1990 είδαν το φως της δημοσιότητας άρθρα που υποστηρίζουν ότι η πραγματική αιτία της δολοφονίας του τελευταίου ήταν η ερωτική αντιζηλία των δύο ανδρών με «μήλο της έριδος» τη μητέρα του μετέπειτα κομμουνιστή δικτάτορα Ενβέρ Χότζα (Enver Hoxha), Gjylihan.
Τα ίδια δημοσιεύματα υποστήριζαν ότι ο κομμουνιστής τύραννος Χότζα ήταν εξώγαμο τέκνο είτε του Χαλίτ μπέη, είτε του Τοπούλι.
Ποιος ήταν ο Τοπούλι
Ο Çerçiz Topulli (20 Σεπτεμβρίου 1880 – 17 Ιουλίου 1915) συμμετείχε στο εθνικό κίνημα που δρούσε στις ορεινές περιοχές της νότιας Αλβανίας – Βόρεια Ήπειρος. Ήταν μουσουλμάνος Τόσκας, γόνος αξιοσημείωτης οικογένειας του Αργυροκάστρου.
Πολέμησε τους Οθωμανούς το 1907 και το 1908 και στη συνέχεια μετά την αποχώρησή τους, τους Έλληνες το 1913 και το 1914 κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων.
Στις αρχές του 1906, μαζί με τον αδελφό του ίδρυσαν την πρώτη αλβανική ένοπλη αντάρτικη ομάδα, η οποία δραστηριοποιήθηκε για τρία χρόνια.
Θεωρούσαν εχθρούς το οθωμανικό καθεστώς του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ, του Έλληνες και τους Σλάβους.
Την άνοιξη του 1907 μαζί με τον Έλληνα (μάλλον Βλάχο) εξωμότη Μιχάλη Γραμμένο (ο δεξιά στην κεντρική φωτογραφία), που αντί για Έλληνας προτίμησε να αυτοπροσδιοριστεί ως Αλβανός (όπως πολλοί Βλάχοι επέλεξαν την αλβανική ταυτότητα εξυπηρετώντας ιταλικούς σχεδιασμούς στα Βαλκάνια) σχημάτισαν μια ομάδα ανταρτών στη Σόφια για να πολεμήσουν για τα αλβανικά συμφέροντα.
Τον Απρίλιο του ίδιου έτους, η ομάδα έφτασε στην Αυλώνα, έχοντας εισέλθει στη χώρα από το Μπρίντιζι.
Δεν είναι τυχαίο προφανώς που ένας Βλάχος έφτασε στην Αλβανία από την Ιταλία.
Εκείνη την εποχή η Ιταλία -σε συνεργασία και με τη συγγενική της Ρουμανία- προσπάθησε να προσεταιριστεί τον βλαχόφωνο πληθυσμό και να τον στρέψει κατά της Ελλάδας, λέγοντας τους «ιστορίες» ότι ήταν απόγονοι Ρωμαίων λεγεωνάριων.
Σκοπός του Τόσκα Τοπούλι και του Βλάχου Γραμμένου ήταν η διάδοση της «αλβανικής εθνικής συνείδησης» μεταξύ του λαού, διότι δεν υπήρχε αλβανική εθνική συνείδηση, συμπεριλαμβανομένης της άμεσης ανάγκης για διοικητική αυτονομία των Αλβανών εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Έφερναν και βιβλία στα αλβανικά για τον λαό.
Ο Τοπούλι το άρθρο «Από τα βουνά της Αλβανίας» στο περιοδικό «The Hope of Albania».
Σε εκείνο το άρθρο καταδίκασε τις πολλές κλοπές που έκανε η τουρκική διοίκηση στους Αλβανούς και ζητούσε την πλήρη ανεξαρτησία της Αλβανίας.
Στο ίδιο άρθρο έκανε εκκλήσεις για ένοπλη εξέγερση.
Σύντομα προετοιμάστηκαν αναταραχές για να καταλήξουν σε μια ένοπλη εξέγερση το 1908.
Οι ένοπλες ομάδες του Çerçiz Topulli συνεργάστηκαν και είχαν καλές σχέσεις με ένοπλες ομάδες Βουλγαρομακεδόνων επαναστατών που δρούσαν στην περιοχή της Λίμνης Πρέσπας και στην περιοχή της Καστοριάς, δεσμός που δημιουργήθηκε λόγω της εχθρότητάς τους προς τους Έλληνες.