Ακόμη πιο άνιση κατανομή του πλούτου καταγράφουν οι ειδικοί τα τελευταία δύο χρόνια. Τα μεγάλα εισοδήματα αυξάνονται, ενώ πληθαίνουν και τα φαινόμενα ακραίας φτώχειας.
Τα στοιχεία που έδωσε πρόσφατα στη δημοσιότητα η βρετανική ΜΚΟ Oxfam είναι, αν μη τι άλλο, εντυπωσιακά:
Από τότε που ξέσπασε η πανδημία οι δέκα πιο πλούσιοι δισεκατομμυριούχοι του πλανήτη έχουν υπερδιπλασιάσει την προσωπική περιουσία τους, η οποία, αθροιζόμενη, ανέρχεται σήμερα σε 1,5 τρισεκατομμύρια δολάρια έναντι 700 δισεκατομμυρίων στις αρχές του 2020.
Μόνο στα δύο χρόνια της πανδημίας η αύξηση στην περιουσίας τους ήταν μεγαλύτερη από εκείνη των προηγουμένων 14 ετών.
Την ίδια στιγμή ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας αυξήθηκε κατά 160 εκατομμύρια.
Επιπλέον αυξήθηκε κατά 13 εκατομμύρια ο αριθμός των γυναικών που έχασαν τη δουλειά τους.
Και όλα αυτά παρότι οι ειδικοί εκτιμούν πως η παγκοσμιοποίηση συμβάλλει στην άνοδο των εισοδημάτων σε Ασία και Αφρική.
Τα αισιόδοξα σενάρια θέλουν μάλιστα την Αφρική να αναδεικνύεται σε κοιτίδα μίας νέας «αγροτικής επανάστασης», η οποία, σε συνδυασμό με τη διείσδυση της τεχνολογίας θα απαλλάξει μέρος του πληθυσμού από το μαρτύριο της απόλυτης φτώχειας μέχρι το 2030.
Τι συνέβη λοιπόν στα δύσκολα χρόνια της πανδημίας;
Ευλογία για τους κροίσους η πανδημία
Ο Μάνουελ Σμιτ, ερευνητής για την κοινωνική ανισότητα στο γερμανικό παράρτημα της Oxfam, δηλώνει ότι «για τους δισεκατομμυριούχους η πανδημία μοιάζει με χρυσοθηρία.
»Μπορεί οι κυβερνήσεις να έχουν διοχετεύσει δισεκατομμύρια στην οικονομία, αλλά ένα μεγάλο μέρος από αυτά τα χρήματα καταλήγει σε όσους επωφελούνται από την άνοδο των μετοχών στα διεθνή χρηματιστήρια».
Οι συνεχώς εντεινόμενες ανισότητες είναι πλέον «ζήτημα ζωής και θανάτου», καταγγέλλει η Oxfam, επισημαίνοντας ότι από τα 17 εκατομμύρια θύματα της πανδημίας πολλοί θα μπουούσαν να αποφύγουν το μοιραίο, εάν είχαν τη δυνατότητα να εμβολιαστούν.
«Τα εμβόλια θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ως δημόσιο αγαθό», τονίζει η οργάνωση.
Τα στοιχεία της Oxfam είχαν δοθεί στη δημοσιότητα λίγο πριν την έναρξη του ψηφιακού «Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ» τον Ιανουάριο.
Δεν λείπει όμως και η κριτική απέναντι στη βρετανική ΜΚΟ.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι τα στοιχεία βασίζονται αποκλειστικά στο Global Wealth Report της ελβετικής τράπεζας Credit Suisse, χωρίς ωστόσο να ισχυρίζονται ότι η έρευνα της ελβετικής τράπεζας δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Μιλώντας στην γερμανική εφημερίδα Die Zeit ο καθηγητής Αντρέας Πάιχλ, συνεργάτης του Οικονομικού Ινστιτούτου IfO, επικρίνει το γεγονός ότι η Oxfam δεν αναπτύσσει μία δική της μεθοδολογία, αλλά απλώς επικαλείται συμπεράσματα από τρίτες πηγές.
Πάντως, ούτε ο καθηγητής Πάιχλ αμφισβητεί την ορθότητα των στοιχείων για τους δέκα μεγαλύτερους δισεκατομμυριούχους του πλανήτη.
Παρόμοια τάση και στη Γερμανία
Στη Γερμανία φαίνεται ότι οι εποχές ευνοούν επίσης τους «έχοντες και κατέχοντες».
Από στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας προκύπτει το συμπέρασμα ότι στο πρώτο τρίμηνο του 2021 η ιδιωτική περιουσία των Γερμανών ξεπέρασε για πρώτη φορά το «φράγμα» των επτά τρισεκατομμυρίων ευρώ.
Στο δεύτερο τρίμηνο τα περιουσιακά στοιχεία καταγράφουν νέα αύξηση κατά 159 δισεκατομμύρια.
Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε αυξημένες αποδόσεις του χρηματιστηρίου καθώς, για πρώτη φορά από το 2001, ο αριθμός των Γερμανών που επενδύουν σε μετοχές πλησιάζει τα 12,5 εκατομμύρια.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του πρώτου καναλιού της γερμανικής τηλεόρασης (ARD) η ανοδική τάση θα συνεχιστεί και το 2022, με προοπτική η ιδιωτική περιουσία των Γερμανών να φτάσει τα οκτώ τρισεκατομμύρια ευρώ.
Ακολουθώντας την τακτική, αλλά και τη διατύπωση της Oxfam, ο Σύνδεσμος Γερμανικών Συνδικάτων (DGB), σε πρόσφατη ανακοίνωσή του, τονίζει ότι ήδη πριν από την πανδημία στη Γερμανία το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού κατείχε το 1/3 της συνολικής ιδιωτικής περιουσίας και έκτοτε η ανισοκατανομή μάλλον έχει επιδεινωθεί, καθώς οι δέκα πλουσιότεροι έχουν αυξήσει την περιουσία τους κατά 100 δισεκατομμύρια ευρώ.
Το ποσό αυτό ισούται με το σύνολο των φορολογικών εσόδων της τοπικής αυτοδιοίκησης για το 2020.
«Με 100 δισεκατομμύρια ευρώ θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν τα δύο τρίτα όλων των επενδύσεων που απαιτούνται για τον εκσυγχρονισμό των υποδομών σε δήμους και κοινότητες», επισημαίνουν τα συνδικάτα.