Σε νέο χαμηλό-ρεκόρ διαμορφώθηκε η τουρκική λίρα, προκαλώντας την άμεση παρέμβαση της κεντρικής τράπεζας της χώρας η οποία πούλησε δολάρια στην αγορά.
Η νέα πτώση της λίρας και η επακόλουθη παρέμβαση από την κεντρική τράπεζα, ήρθε αφότου ο οίκος αξιολόγησης Fitch αναθεώρησε το outlook της χώρας σε «αρνητικό» από «σταθερό», σχετικά με τους κινδύνους που προκλήθηκαν από την πρόσφατη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής.
Οι οικονομολόγοι είχαν ευρέως ασκήσει κριτική στην επιθετική πολιτική μείωσης των επιτοκίων του προέδρου Ερντογάν ως απερίσκεπτη, και έχουν προειδοποιήσει ότι η κεντρική τράπεζα δεν μπορεί να υπερασπιστεί σωστά το νόμισμα, λόγω των εξαντλημένων αποθεμάτων της.
Η λίρα υποχώρησε μέχρι και τις 13,89 έναντι του δολαρίου, για να ανακάμψει ελαφρώς μετά την παρέμβαση της κεντρικής τράπεζας, στις 13,37.
Το νόμισμα διαμορφώθηκε σε επίπεδο-ρεκόρ την Τρίτη, σε μια δραματική πτώση από τον Φεβρουάριο, όταν χρειαζόταν οι μισές λίρες για την αγορά ενός δολαρίου.
Η κεντρική τράπεζα ξεκίνησε τις παρεμβάσεις την επόμενη ημέρα, και η λίρα έχει έκτοτε προσεγγίσει τις 13,9 τρεις φορές, με τις αρχές να εμφανίζονται απρόθυμες να την αφήσουν να ξεπεράσει το όριο των 14.
«Η επίδραση της παρέμβασης είναι μάλλον μικρή διότι οι αγορές γνωρίζουν ότι τα αποθέματα εξαντλούνται», ανέφερε αναλυτής στη Swissquote.
«Ο υψηλός πληθωρισμός απαιτεί προσαρμογή των επιτοκίων.
»Η πώληση των αποθεματικών αποδυναμώνει την ισχύ της κεντρικής τράπεζας, και θα πρέπει να έχει ολοένα και πιο περιορισμένο αντίκτυπο στο νόμισμα που κινείται όσο προχωράμε προς τα εμπρός», ανέφερε.
Τα στοιχεία έδειξαν ότι ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε σε υψηλό τριάμισι ετών, στο 21,31% τον Νοέμβριο, υπερβαίνοντας τις εκτιμήσεις και εκθέτοντας περαιτέρω τα ρίσκα από τις πρόσφατες επιθετικές μειώσεις των επιτοκίων.
Ο Ερντογάν έχει επανειλημμένως υπερασπιστεί την οικονομική πολιτική των χαμηλών επιτοκίων τις τελευταίες δύο εβδομάδες, και η κυβέρνηση, οι ρυθμιστικές Αρχές και η ένωση τραπεζών, έχουν όλοι συσπειρωθεί γύρω από αυτό που αποκαλεί, «νέο οικονομικό μοντέλο».
Η Fitch περιέγραψε τη χαλάρωση της κεντρικής τράπεζας -η οποία ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο παρά το ότι ο πληθωρισμός επιταχυνόταν- ως πρόωρη, και δήλωσε ότι προκάλεσε επιδείνωση της εγχώριας εμπιστοσύνης, που αποτυπώνεται σε απότομη υποτίμηση του νομίσματος.