Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αρνήθηκε να εξετάσει την προσφυγή της φαρμακευτικής εταιρείας Johnson & Johnson, επικυρώνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τις προηγούμενες αποφάσεις, με βάση τις οποίες θα πρέπει να καταβάλει αποζημίωση ύψους 2,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων, επειδή διέθετε στην αγορά ταλκ που φέρεται να προκαλούσε καρκίνους.
Ως είθισται, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν εξήγησε τους λόγους της απόφασής του, που βάζει τέλος στην πολύχρονη δικαστική διαμάχη και ενδέχεται να έχει επιπτώσεις και για άλλες συλλογικές αγωγές.
Τα τελευταία χρόνια, η εταιρεία είχε κατηγορηθεί από χιλιάδες γυναίκες ότι το ταλκ της περιείχε αμίαντο και προκαλούσε καρκίνο των ωοθηκών.
Η Johnson & Johnson, από την πλευρά της, επέμενε ότι το προϊόν της, μια βρεφική πούδρα, δεν περιείχε αμίαντο και δεν προκαλούσε καρκίνο.
Ωστόσο, καταδικάστηκε πολλές φορές για την υπόθεση αυτή.
Το 2018, οι ένορκοι, αφού μελέτησαν πολλές υποθέσεις, την διέταξαν να καταβάλει αποζημίωση ύψους 4,7 δισ. δολαρίων σε 22 ενάγουσες.
Τον Ιούνιο του 2020, όμως, το Εφετείο του Μισούρι μείωσε το ποσό της αποζημίωσης, θεωρώντας ότι ορισμένες από τις ενάγουσες δεν είχαν κάποια σχέση με αυτή την Πολιτεία και επομένως δεν θα έπρεπε να έχουν συμπεριληφθεί στην αγωγή.
Παρ’ όλ’ αυτά, το Εφετείο έκρινε ότι ο όμιλος «εν γνώσει του, πούλησε στους καταναλωτές προϊόντα που περιείχαν αμίαντο», προκαλώντας τους έντονο «σωματικό, πνευματικό και συναισθηματικό άγχος».
Η J&J προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο του Μισούρι, το οποίο αρνήθηκε να εξετάσει την υπόθεση, όπως έκανε σήμερα και το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ.
Ο όμιλος υποστήριζε ότι η συλλογική αγωγή, στην οποία μετείχαν και ενάγουσες από άλλες Πολιτείες, παραβίαζε τα δικαιώματά του και αμφισβητούσε το επιδικαζόμενο ποσό.
Να σημειωθεί ότι δύο δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου ζήτησαν να εξαιρεθούν από την υπόθεση αυτή.
Σύμφωνα με τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, ο Σάμουελ Αλίτο διαθέτει μετοχές της εταιρείας, ενώ ο πατέρας του Μπρετ Κάβανο είχε εργαστεί ως λομπίστας για την J&J.
Η εταιρεία ανακοίνωσε πέρυσι το Μάιο ότι θα σταματήσει να πουλά αυτή την πούδρα στις ΗΠΑ και τον Καναδά, χώρες στις οποίες οι πωλήσεις μειώθηκαν κατακόρυφα, λόγω της αλλαγής της καταναλωτικής συμπεριφοράς και της δυσπιστίας των αγοραστών απέναντι στο προϊόν.