Oι επιζώντες συνέχισαν να αντιμετωπίζουν σωματικά και ψυχικά προβλήματα, με τον 1 στους 5 να αναπτύσσει μια νέα αναπηρία και έναν μεγάλο αριθμό είτε να μην εργάζονται είτε να πρέπει να αλλάξουν θέση εργασίας λόγω της υγείας τους, σύμφωνα με ευρήματα Βρετανών ερευνητών.
Οι άνθρωποι που είναι πιο πιθανό να έχουν επίμονα συμπτώματα ήταν λευκές γυναίκες μέσης ηλικίας που ανέπτυξαν σοβαρά συμπτώματα και είχαν τουλάχιστον δύο υποκείμενα νοσήματα, όπως διαβήτη, άσθμα ή καρδιακές παθήσεις.
«Τα αποτελέσματά μας δείχνουν ένα μεγάλο βάρος συμπτωμάτων, προβλημάτων ψυχικής και σωματικής υγείας και ενδείξεις βλάβης οργάνων πέντε μήνες μετά την ασθένεια», δήλωσε η Ρέιτσελ Έβανς, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Λέστερ και αναπνευστική σύμβουλος στα νοσοκομεία της πόλης.
«Είναι επίσης σαφές ότι όσοι απαιτούσαν μηχανικό αερισμό και έγιναν δεκτοί στην εντατική φροντίδα χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να ανακάμψουν», ανέφερε, αλλά υπογράμμισε ότι μεγάλο μέρος της ευρείας ποικιλίας των επίμονων προβλημάτων δεν εξηγείται από τη σοβαρότητα της ασθένειας, υποδεικνύοντας άλλους υποκείμενους λόγους.
Η μελέτη σε επίπεδο Ηνωμένου Βασιλείου ανέλυσε 1.077 άτομα που πήραν εξιτήριο από το νοσοκομείο μεταξύ Μαρτίου και Νοεμβρίου 2020, οι οποίοι ασθένησαν με κορωνοϊό.
Μεταξύ αυτών, το 67% ήταν λευκοί, το 36% ήταν γυναίκες και το 50% είχαν τουλάχιστον δύο παθήσεις που τους έθεταν σε κίνδυνο σοβαρής ασθένειας.
Όταν οι συμμετέχοντες εξετάστηκαν πέντε μήνες αργότερα, μόνο το 29% δήλωσε ότι έχουν αναρρώσει πλήρως, ενώ περισσότερο από το 90% είχαν τουλάχιστον ένα επίμονο σύμπτωμα και οι περισσότεροι εμφάνισαν κατά μέσο όρο εννέα συνεχιζόμενα συμπτώματα.
Τα συνηθέστερα συμπτώματα
Τα 10 πιο συνηθισμένα ήταν μυϊκός πόνος, κόπωση, σωματική επιβράδυνση, μειωμένη ποιότητα ύπνου, πόνος στις αρθρώσεις ή πρήξιμο, αδυναμία των άκρων, δύσπνοια, πόνος, βραχυπρόθεσμη απώλεια μνήμης και επιβραδυνόμενη σκέψη, σύμφωνα με τη μελέτη, η οποία δεν έχει αξιολογηθεί από άλλους καθηγητές.
Η ψυχική υγεία επηρεάστηκε επίσης, με περισσότερο από το 25% των ανθρώπων να έχουν κλινικά συμπτώματα άγχους ή κατάθλιψης και το 12% να έχει συμπτώματα μετατραυματικής διαταραχής άγχους (PTSD).
Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν επίσης σε τέσσερις ομάδες με βάση τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων τους κατά την παρακολούθηση: πολύ σοβαρή, σοβαρή, μέτρια και ήπια, με το 46% των ανθρώπων σε αυτή την τελευταία ομάδα.
Οι συμμετέχοντες στη μελέτη θα αξιολογηθούν και πάλι σε 12 μήνες για να συγκεντρωθούν περισσότερα δεδομένα σχετικά με τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του κορωνοϊού.