Η Άννα Βίσση σε συνέντευξή της στο περιοδικό Down Town Κύπρου μίλησε για τα παιδικά της χρόνια, το τραγούδι, την εκκλησία και για την κόρη της, Σοφία.
Για τα παιδικά της χρόνια είπε:
“Τα μεσημέρια, όταν ο μπαμπάς μου πήγαινε για ύπνο εμείς, η μαμά μου, η Λία, κι εγώ κάναμε πρόβα στην κουζίνα. Με έβαζε να τραγουδάω και με διόρθωνε. Στην ερμηνεία, στην τεχνική και στην ορθοφωνία. Όλα αυτά, ενώ το φαγητό στην κατσαρόλα σιγοψηνόταν! Μετά οι τρεις μας το τελειοποιούσαμε στο πιάνο που βρισκόταν δίπλα στο σαλόνι. Στα χρόνια της υπομονής…”.
Όσο για τις διακρίσεις που κέρδισε…:
“Με διαφορά 7 χρόνων κέρδισα την πρώτη θέση σε δύο διαγωνισμούς. Πάντα με μέντορα τη κυρά Σοφούλα. 1970, ΡΙΚ, Λευκωσία, η Λία στο πιάνο, εγώ τραγούδι, λέγοντας ψέμα για την ηλικία μου -ήμουν 12 και έπρεπε να ‘μουν 16 για να μπορώ να λάβω μέρος- πήραμε παμψηφεί την πρώτη θέση. Θυμάμαι μας έδωσαν 15 λίρες και κάποια βιβλία. Με τα λεφτά πήραμε από ένα ποδήλατο άσπρο η καθεμιά, που χρειάστηκε η αλήθεια, για να πηγαίνουμε σχολείο κάθε μέρα. 7 χρόνια μετά κερδίζω στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Μια νίκη που δεν περίμενα καθόλου και θυμάμαι ακόμα το τρακ και την αμηχανία που είχα όταν ο Άλκης Στέας με φώναξε στη σκηνή να το παραλάβω. Είχα την αίσθηση πως ονειρευόμουν… “Ας κάνουμε απόψε μιαν αρχή” και έκανα στ’ αλήθεια τότε την αρχή!”.
Για την κόρη της Σοφία δήλωσε:
“Τα Σάββατα στο ZOOM της Πλάκας ανήκαν στη Σοφία. Αρχές του ’90 και περίμενε στη δεξιά μεριά της σκηνής, νυσταγμένη συνήθως, να τη φωνάξω να τραγουδήσει. Το αγαπημένο της ήταν το “Ακόμα μία”. Και το ρόκαρε κανονικά!”
Και πρόσθεσε:
“Ξέρω πια πως η ζωή μου είναι ένα μεγάλο τραγούδι, μια φωνή, η μουσική! Όμως η δύναμη της φύσης τα νίκησε κάποτε. Όταν έγινα μητέρα και έπιασα στην αγκαλιά μου τη Σοφία, δεν υπήρχε τίποτα εκείνη τη στιγμή. Ο ωραιότερος ήχος ήταν η φωνή της…”
Για τους “Δαίμονες” είπε:
“Δύο φορές με έβαλε στο μάτι η Εκκλησία. Την πρώτη φορά με κατηγόρησαν για άσεμνη συμπεριφορά επειδή τραγουδούσα και… έκλεινα τα μάτια μου (1970) και τη δεύτερη, όταν κάναμε τους Δαίμονες (1990), θεώρησαν τον Καρβέλα και μένα “σατανιστές”, επειδή το θέμα της ροκ όπερας καταπιανόταν με θέματα Σατανισμού και Δαιμονισμού”.