Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ άλλαξε την συζήτηση στην διάρκεια της χθεσινής ημέρας και τουλάχιστον για μία ημέρα, από την έρευνα για την παραπομπή του, φέρνοντας στο προσκήνιο της επικαιρότητας την ξαφνική αποχώρηση των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων από την Συρία, σχολιάζει το Politico.
Από την άλλη μεριά ο ίδιος άνοιξε ένα μέτωπο πολιτικής σύγκρουσης με το Κογκρέσο, το οποίο θα είναι δύσκολο να ελέγξει.
Από τους σταθερούς πολιτικούς συμμάχους του προέδρου Τραμπ, μέχρι τους προοδευτικούς Δημοκρατικούς που τάσσονται υπέρ της παραπομπής του, οι παρενέργειες της προεδρικής απόφασης για την αποχώρηση των Αμερικανών στρατιωτών από την Συρία, είναι εμφανείς για τον ίδιο, από όλες τις πλευρές του φάσματος της πολιτικής ζωής στην Ουάσιγκτον.
Οι πολιτικές εξελίξεις κατά το τελευταίο 24ωρο συνιστούν την κλιμάκωση της δικομματικής πίεσης (από Ρεπουμπλικάνους και Δημοκρατικούς) η οποία μπορεί να οδηγήσει τον πρόεδρο Τραμπ στην αλλαγή της απόφασης του.
Ο ηγέτης της πλειοψηφίας των Ρεπουμπλικάνων στην Γερουσία, Μιτς ΜακΚόνελ υπενθυμίζει στον πρόεδρο Τραμπ, τις συντριπτικές πλειοψηφίες που υποστηρίζουν την διατήρηση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην Συρία.
Ο Ρεπουμπλικάνος Γερουσιαστής Λίντσεϊ Γκρέιαμ απειλεί με την επιβολή κυρώσεων κατά της Τουρκίας σε συνεργασία με τον Δημοκρατικό Γερουσιαστή Κρις Βαν Χόλεν.
Επίσης, δύο γερουσιαστές (ένας από τους Δημοκρατικούς κι ένας από τους Ρεπουμπλικάνους) από την Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας απαιτούν από αξιωματούχους της κυβέρνησης Τραμπ να καταθέσουν ενώπιον του Κογκρέσου.
«Η απόφαση του προέδρου να εγκαταλείψει τους συμμάχους Κούρδους στην Βόρεια Συρία εν αναμονή μιας επίθεσης από την Τουρκία, είναι προδοσία και θα έχει σοβαρότατες ανθρωπιστικές συνέπειες, αλλά και συνέπειες για την εθνική ασφάλεια», δήλωσαν οι Γερουσιαστές Μιτ Ρόμνεϊ (Ρεπουμπλικανικό Κόμμα) και Κρις Μέρφι.
«Θα συνεργαστούμε με την ηγεσία της επιτροπής για να διασφαλίσουμε ότι η κυβέρνηση θα εμφανιστεί ενώπιον της, το συντομότερο δυνατό».
Η στάση της Γερουσίας
Η Γερουσία που βρίσκεται υπό τον κοινοβουλευτικό έλεγχο των Ρεπουμπλικάνων έχει ήδη δείξει την διάθεσή της, να έρθει σε πολιτική αντιπαράθεση με τον πρόεδρο Τραμπ για το ζήτημα της αμερικανικής στρατιωτικής αποχώρησης από την Συρία, αλλά και για άλλα ζητήματα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, ενώ η κοινοβουλευτική κινητοποίηση οργανώνεται στο Κογκρέσο, προκειμένου να υποχρεωθεί ο πρόεδρος Τραμπ και να υποχωρήσει.
Ο Γκρέιαμ δήλωσε χθες ότι θα προωθήσει μία απόφαση στην ολομέλεια της Γερουσίας που θα ζητάει από τον πρόεδρο Τραμπ να αλλάξει πορεία (αναφορικά με τις αποφάσεις του για την Συρία). Ο ίδιος προέβλεψε ότι η απόφαση αυτή «θα έχει ισχυρή δικομματική υποστήριξη».
Τον περασμένο Φεβρουάριο, 70 γερουσιαστές υποστήριξαν μία μη δεσμευτική τροπολογία, αναφορικά με την υποστήριξη των αμερικανικών πολεμικών επιχειρήσεων στην Συρία και στο Αφγανιστάν.
Τα μέλη της Γερουσίας θα έχουν πολλαπλές ευκαιρίες να εκφράσουν τις απόψεις τους για την εξωτερική πολιτική του προέδρου Τραμπ, μέσα στις επόμενες εβδομάδες ή μήνες, καθώς το Κογκρέσο θα πρέπει να περάσει τον ετήσιο προϋπολογισμό για την άμυνα, αλλά και νομοσχέδια για την χρηματοδότηση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης.
Σε μία σπάνια ανακοίνωσή του, ο ΜακΚόνελ αναφέρθηκε στην τροπολογία του Φεβρουαρίου, επισημαίνοντας ότι «οι συνθήκες που διαμόρφωσαν την δικομματική ψηφοφορία (τότε) ισχύουν ακόμη και σήμερα».
«Το Ισλαμικό Κράτος και η Αλ Κάιντα παραμένουν επικίνδυνες δυνάμεις για την Συρία μαζί με τον συνεχιζόμενο εμφύλιος πόλεμο, αποτελούν σημαντικές προκλήσεις ασφάλειας και πρόκλησης ανθρωπιστικής καταστροφής.
»Μία βιαστική αποχώρηση των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων από την Συρία θα ωφελούσε μόνο την Ρωσία, το Ιράν, αλλά και την κυβέρνηση Άσαντ», επεσήμανε ο ΜακΚόνελ.
«Παροτρύνω τον πρόεδρο να ασκήσει ηγεσία για λογαριασμό των ΗΠΑ και να διατηρήσει ενωμένη την πολυεθνική συμμαχία για τη νίκη κατά του Ισλαμικού Κράτους» τόνισε ο βετεράνος Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής.
Λίγο αργότερα, την εξέλιξη σχολίασε και η Δημοκρατική πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόζι που φαίνεται να ασπάζεται τις ίδιες ανησυχίες με τον ΜακΚόνελ.
«Η απόφαση αυτή, αποτελεί σοβαρή απειλή για την περιφερειακή ασφάλεια και την σταθερότητα και στέλνει ένα επικίνδυνο μήνυμα στο Ιράν και στην Ρωσία, όπως επίσης και στους συμμάχους μας, ότι οι ΗΠΑ δεν αποτελούν πλέον έναν αξιόπιστο σύμμαχο», σχολίασε η Πελόζι.
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος Τραμπ άφησε να εννοηθεί ότι έλαβε ηχηρά και ξεκάθαρα το δικομματικό μήνυμα, ενώ ο ίδιος φαίνεται να παραμένει στις απόψεις του.
Ο ίδιος δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι θέλει να τερματίσει τους «πολέμους χωρίς τέλος», προειδοποιώντας τον Τούρκο πρόεδρο Ερντογάν να μην κάνει κάτι που «θα είναι απάνθρωπο» για τους Κούρδους.
«Αν η Τουρκία κάνει κάτι, το οποίο κρίνω με την μεγάλη και μοναδική σοφία μου, ότι είναι εκτός ορίων, [τότε] θα καταστρέψω ολοκληρωτικά και θα εξαφανίσω την Οικονομία της Τουρκίας», έγραψε ο Τραμπ στο Twitter.
Αντίδραση Αμερικανικού Πενταγώνου
Η επόμενη μέρα της απόφασης Τραμπ βρήκε τους αξιωματούχους του αμερικανικού Πενταγώνου να προσπαθούν να δώσουν εξηγήσεις για το τι και πότε το γνώριζαν, αλλά και να προσπαθούν να περιορίσουν τις αρνητικές επιπτώσεις εντός των νέων πλαισίων που είχε θέσει ο Λευκός Οίκος.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που διέρρευσαν από αξιωματούχους του αμερικανικού υπουργείου Άμυνας:
Το Πεντάγωνο βρισκόταν σε επικοινωνία με το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου το Σαββατοκύριακο, συμπεριλαμβανομένου του υπουργού Εξωτερικών Μάικ Πομπέο και του γραφείου του προέδρου Τραμπ.
Το Πεντάγωνο γνώριζε ότι η κλήση του Τραμπ με τον Ερντογάν θα γινόταν κάποια στιγμή την Κυριακή το βράδυ, αλλά οι ηγέτες του Πενταγώνου δεν ήξεραν ότι ο πρόεδρος θα άναβε το πράσινο φως για την τουρκική εισβολή.
Προσπαθώντας να μετριάσει τους κραδασμούς που δημιούργησε η απόφαση του Λευκού Οίκου, ο εκπρόσωπος Τύπου του Πενταγώνου Τζόναθαν Χόφμαν τόνισε ότι το αμερικανικό υπουργείο Άμυνας κατέστησε σαφές στην Άγκυρα ότι οι ΗΠΑ δεν επιδοκιμάζουν την «τουρκική επιχείρηση» στη βόρεια Συρία και ότι οι αμερικανικές Ένοπλες Δυνάμεις δεν θα στηρίξουν ούτε θα έχουν κάποια εμπλοκή σε αυτή την «επιχείρηση».
Μάλιστα υπενθύμισε ότι ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Μαρκ Έσπερ και ο αρχηγός του γενικού επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγός Μαρκ Μίλεϊ επισήμαναν στους Τούρκους ομολόγους τους ότι «η μονομερής δράση προκαλεί σοβαρούς κινδύνους για την Τουρκία».
Σε αυτό το πλαίσιο, διέρρευσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα μοιράζονται πλέον με την Τουρκία δεδομένα επιτήρησης και αναγνώρισης από το Κοινό Κέντρο Αεροπορικών Επιχειρήσεων, κλείνοντας ουσιαστικά τον εναέριο χώρο της βόρειας Συρίας για την Τουρκία.
Όπως ανέφερε ανώτερος αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, «έχουμε αποκλείσει την πρόσβαση της Τουρκίας στον αέρα.
»Αυτή τη στιγμή ελέγχουμε τον εναέριο χώρο πάνω από τη βορειοανατολική Συρία. Δεν έχουμε πρόθεση να το αλλάξουμε αυτό στο άμεσο μέλλον».