Το υπουργείο Οικονομικών εμμένει στην πρόβλεψή του ότι το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης για το 2019 θα διαμορφωθεί στο 4,1% του ΑΕΠ, υπερβαίνοντας έτσι τον στόχο κατά 0,6 μονάδες και δημιουργώντας αντίστοιχο δημοσιονομικό χώρο.
Με δεδομένο ότι τα ψηφισθέντα μέτρα έχουν κοστολογηθεί στο 0,6 % του ΑΕΠ, το υπουργείο Οικονομικών είναι βέβαιο ότι ο στόχος του 2019 θα επιτευχθεί.
Αυτό ανέφεραν πηγές του υπουργείου Οικονομικών σχετικά με την τρίτη έκθεση ενισχυμένης εποπτείας που δημοσιοποίησε, το μεσημέρι, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Οι ίδιοι παράγοντες επισήμαναν ακόμη ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διατυπώνει επιφυλάξεις για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, όπως έχει κάνει πολλές φορές στο παρελθόν, χωρίς ωστόσο να επαληθευθεί.
Αναγνωρίζει, μάλιστα, προσέθεσαν οι συγκεκριμένοι παράγοντες του υπουργείου, ότι θα πρέπει να επανεκτιμήσει τα δεδομένα το φθινόπωρο.
Νωρίτερα, οι Βρυξέλλες δεν αμφισβητούν μόνο τη λογική των μέτρων, αλλά και τον τελικό «λογαριασμό» της ελληνικής κυβέρνησης.
Οι εκτιμήσεις των ειδικών της Κομισιόν για ορισμένα από τα λεγόμενα θετικά μέτρα, που εξαγγέλθηκαν το Μάιο από τον πρωθυπουργό, αποκλίνουν σημαντικά από εκείνες της Αθήνας. Στο στόχαστρο μπαίνει κυρίως η ρύθμιση των 120 δόσεων.
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει η πολυσέλιδη έκθεση της Κομισιόν, οι Ευρωπαίοι υπολογίζουν ότι οι δόσεις για οφειλές στα ασφαλιστικά ταμεία και την εφορία θα στοιχίσουν από 0,3% έως 0,6% του ΑΕΠ, τόσο το 2019 όσο και το 2020.
Η ελληνική κυβέρνηση κάνει λόγο για όφελος δηλαδή για πρόσθετα έσοδα της τάξης τους 0,2% του ΑΕΠ φέτος και 0,3% την επόμενη χρονιά.
Αν και δεν υπάρχουν αποκλίσεις στις εκτιμήσεις θεσμών και Αθήνας για το κόστος της λεγόμενης 13ης σύνταξης ή των μειώσεων του ΦΠΑ σε προϊόντα και υπηρεσίες, η τεράστια απόκλιση στην εκτίμηση για τον αντίκτυπο των 120 δόσεων έχει ως αποτέλεσμα ο τελικός λογαριασμός είναι 1,1% έως 1,4% του ΑΕΠ φέτος και 1,2% έως 1,5% του ΑΕΠ το 2020 σύμφωνα με την Κομισιόν.
Απέχει έτσι αισθητά από την επίσημη ανακοίνωση της ελληνικής κυβέρνησης.
Και το έμμεσο «κόστος»
Οι Βρυξέλλες σπεύδουν να επισημάνουν ότι οι ανακοινώσεις των μέτρων έγιναν αισθητές και στις αγορές και ειδικότερα στο κόστος δανεισμού της χώρας.
Αμέσως μετά τις εξαγγελίες, θυμίζουν, οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων κάθε διάρκειας αυξήθηκαν απότομα κατά περίπου 30 μονάδες βάσης.
Αν και έκτοτε έχουν αποκλιμακωθεί, εξακολουθούν να κινούνται σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα συγκριτικά με τις αποδόσεις στους τίτλους της υπόλοιπης Ευρωζώνης.
«Παρά την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος και τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, το spread των ελληνικών ομολόγων παραμένει αυξημένο.
»Ύστερα από μία θετική δυναμική που αναπτύχθηκε μετά την επιτυχή έκδοση 10ετους ομολόγου, πιο πρόσφατα τα ελληνικά ομόλογα δέχθηκαν σημαντικές πιέσεις μετά την ανακοίνωση των δημοσιονομικών μέτρων από τις ελληνικές αρχές στις 7 Μαΐου» αναφέρεται στην έκθεση.
«Τα ελληνικά ομόλογα εξακολουθούν να υποαποδίδουν συγκριτικά με τα υπόλοιπα της Ευρωζώνης.
»Αυτό αποκαλύπτει ότι το πρίμιουμ κινδύνου που απαιτούν οι επενδυτές συνδέεται με εσωτερικούς παράγοντες και καταδεικνύει τις ανησυχίες για τις πρόσφατες δημοσιονομικές αποφάσεις, σε συνδυασμό με τις επίμονες αδυναμίες του τραπεζικού συστήματος» καταλήγει η Κομισιόν.