Ισλαμικό ΚράτοςΙσραήλ
Αίθουσα Σύνταξης
Τμήμα ειδήσεων tribune.gr

Γεωπολιτική Ανάλυση Ρούπα-Μαζιώτη: «Σε απελπισία το τουρκικό κράτος βρίσκεται λίγο πριν την κατάρρευση»

Γεωπολιτική Ανάλυση Ρούπα-Μαζιώτη: «Σε απελπισία το τουρκικό κράτος βρίσκεται λίγο πριν την κατάρρευση»
ΔΕΙΤΕ ΠΡΩΤΟΙ ΟΛΑ ΤΑ ΝΕΑ ΤΟΥ TRIBUNE ΣΤΟ GOOGLE NEWS
Διαβάστε σχετικά για Γεωπολιτική, Ενέργεια, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (ΗΠΑ), Ιράν, Ισλαμιστές, Κουρδιστάν, Κούρδοι, Μέση Ανατολή, Νίκος Μαζιώτης, Οργάνωση «Επαναστατικός Αγώνας», Πόλα Ρούπα, Ρωσία, Συρία, Τζιχαντιστές, Τουρκία,

Σε μακροσκελή τους ανάλυση με θέμα «Συστημική Κρίση – Γεωπολιτικές συγκρούσεις και επαναστατική Προοπτική», τα φυλακισμένα μέλη του «Επαναστατικού Αγώνα», Πόλα Ρούπα και Νίκος Μαζιώτης, επιχειρούν τη δική τους γεωπολιτική ανάλυση σχετικά με τις περιφερειακές και παγκόσμιες εξελίξεις και πώς αυτές επηρεάζουν τη χώρα μας.

Αναδημοσιεύουμε από το μακροσκελές κείμενο μόνο το καθαρά γεωπολιτικό μέρος:

Στις δεκαετίες που προηγήθηκαν διαμορφώθηκε εν δυνάμει ένας «καταμερισμός» μεταξύ κάποιων χωρών στην αναπαραγωγή του συστήματος.

Η Κίνα ως ένα βαθμό αποτέλεσε το «μεγάλο εργοστάσιο του κόσμου» καθώς πολλές πολυεθνικές αναζητούσαν σ’ αυτήν την αύξηση στην κερδοφορία τους λόγω του φθηνού εργατικού δυναμικού, των άθλιων συνθηκών εργασίας και των ειδικών καθεστώτων που ευνοούσαν τα ξένα κεφάλαια.

Ακολούθως η Ινδία αλλά και άλλες χώρες της Ασίας προσέλκυσαν κεφάλαια που επενδύονταν στην μεταποίηση.

Οι ΗΠΑ καθιερώθηκαν ως ο χρηματοπιστωτικός ηγέτης του πλανήτη με τη Wall Street να αποτελεί τον κυρίαρχο των παγκόσμιων κεφαλαιαγορών.

Οι ΗΠΑ απορροφούν σημαντικό μέρος των προϊόντων μεταποίησης, αλλά και των φθηνών πρώτων υλών από άλλες χώρες.

Το καταναλωτικό μοντέλο των ΗΠΑ στηριζόταν στο χρέος. Το χρέος αυτό τροφοδοτούσε η Κίνα με τα πλεονάσματά της από τις εξαγωγές με αποτέλεσμα σήμερα να κρατά 1,3, τρισ. δολάρια αμερικάνικων κρατικών ομολόγων.

Αυτή η σχέση είναι ένα παράδειγμα του τρόπου και του μεγέθους αλληλεξάρτησης μεταξύ κρατών και οικονομικών μοντέλων που έχει αναπτυχθεί.

Η αναπαραγωγή του συστήματος παγκοσμίως βασιζόταν για χρόνια στην τακτική «αγοράζουμε σήμερα και πληρώνουμε αύριο».

Ιδιωτικό και δημόσιο χρέος διογκώθηκε σε υπέρμετρο βαθμό καθώς αυτό έγινε η κινητήριος δύναμη του καπιταλισμού.

Η οικονομία του χρέους στην οποία πρωτοστατούσαν οι αμερικάνικες επενδυτικές εταιρείες, καθόριζε σε μεγάλο βαθμό την παγκόσμια κατανομή κεφαλαίων, αλλά και την δυνατότητα απορρόφησης του παραγόμενου παγκόσμιου προϊόντος.

Η σχέση αλληλεξάρτησης που δημιουργήθηκε μεταξύ διαφορετικών λειτουργιών του συστήματος, αλλά και μεταξύ κρατών δεν έχει ιστορικό προηγούμενο.

Αυτές οι σχέσεις αλληλεξάρτησης και η προχωρημένη αλληλοσυνδεσιμότητα του συστήματος είναι που δίνει της ουσία της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης.

Όμως το μοντέλο αυτό συναντά δυσκολίες να αναπαραχθεί μετά την κρίση του ’08, καθώς αναδείχθηκε ο κίνδυνος που ελλοχεύει από την εξάρτηση του παγκόσμιου συστήματος και της αναπαραγωγής του γύρω από τον άξονα της οικονομίας του χρέους.

Ενώ η τάση του συστήματος «προσανατολίζει» πολλά κράτη στην αναπλήρωση της μειωμένης εξωτερικής ζήτησης με την στροφή στις εγχώριες αγορές ως απόρροια της μειωμένης απόδοσης που έχουν οι δεσμοί της παγκοσμιοποίησης, αλλά και η απειλή του παγκόσμιου χρέους, το σπάσιμο των δεσμών αυτών δεν είναι εύκολο στοίχημα λόγω του προχωρημένου αυτού βαθμού αλληλεξάρτησης.

Όμως, η αλλαγή στο μοντέλο αυτό είναι μια δύσκολη υπόθεση καθώς η αλληλεξάρτηση δεν μπορεί να σταματήσει χωρίς κόστος για όλες τις πλευρές.

Η μείωση του παγκόσμιου εμπορίου είναι το επακόλουθο μιας κρίσης που δεν τελειώνει, παρ’ όλα αυτά δεν υπάρχει δρόμος ομαλής επιστροφής στην πολιτική του κρατικού προστατευτισμού.

Η διοχέτευση τεράστιας ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα τα χρόνια που προηγήθηκαν και οι πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης από τις κεντρικές τράπεζες, ήταν κινήσεις αναίρεσης στην πράξη της θεωρίας περί αυτοδιόρθωσης των αγορών, περί του εξυγιαντικού για το σύστημα ρόλου των κρίσεων και περί «κάθαρσής» του από τις καταρρεύσεις εταιρειών και την απαξίωση κεφαλαίων.

Και είναι ακριβώς ο προχωρημένος βαθμός της αλληλεξάρτησης των συστημικών λειτουργιών και των ίδιων των κρατών με αυτές, που κατέστησε ανυπέρβλητη αναγκαιότητα να στηριχτεί από τις κεντρικές τράπεζες και τα κράτη το σύστημα.

Η κατάρρευση της Lehman Brothers ήταν λίγο ως πολύ ένα «πείραμα» που αφέθηκε να ολοκληρωθεί.

Όμως οι επιπτώσεις αυτού του γεγονότος ήταν τόσο μεγάλες σε όλο το σύστημα, που έκανε αναπόφευκτη την προσπάθεια να μην επιτραπούν άλλες καταρρεύσεις.

Η πρωτοφανής ιστορικά κρατικοποίηση χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών εταιρειών ήταν μια πρόσκαιρη κίνηση ενώ υπήρξε και το «καινοτόμο» στοιχείο να μην παίρνει το κράτος τα ηνία της διοίκησης των εταιρειών που έχει υπό την προστασία του.

Προστατευτισμός χωρίς το κράτος να κατέχει τα ηνία στην οικονομική πολιτική, είναι ένα ιδιόμορφο «σχήμα» που ανέδειξαν οι συστημικές ανάγκες λόγω της κρίσης, σε συνδυασμό με την αχαλιναγώγητη ισχύ του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των κεφαλαιαγορών.

Το παγκόσμιο μοντέλο αναπαραγωγής του συστήματος συναντά προβλήματα και παράλληλα το μοντέλο της παγκοσμιοποίησης.

Όμως η επιστροφή στον προστατευτισμό και την κρατική ηγεμονία επί της διαμόρφωσης της Εθνικής οικονομικής πολιτικής, δεν είναι μια εύκολη υπόθεση.

Χαρακτηριστική είναι η σφοδρή αντίδραση που έχουν οι αποφάσεις και οι προτάσεις της αμερικανικής κυβέρνησης σχετικά με την αμερικανική απόσυρση από διεθνείς συνεργασίες, και την υπονόμευση συμφωνιών, όπως και η επιβολή δασμών στο εμπόριο μετάλλων από επιφανείς μεγαλοεπενδυτές και διαχειριστές κεφαλαίων με πρώτο τον Τζορτζ Σόρος, ο οποίος εξαπέλυσε δριμύτατη επίθεση στον Τραμπ, εκφράζοντας με αυτόν τον τρόπο την κυρίαρχη τάση από την αφρόκρεμα της αμερικάνικης οικονομικής ελίτ.

Τελικά, οι δασμοί επιβλήθηκαν και αντανακλούσαν μέρος των δομικών προβλημάτων της αμερικανικής οικονομίας αποβλέποντας στην μερική αντιμετώπισή τους.

Όμως από αυτό το σημείο, μέχρι την πλήρη επιστροφή του συστήματος στο μοντέλο του κρατικού προαστατευτισμού ως το κυρίαρχο για την διαμόρφωση μιας οικονομικής πολιτικής σε εθνικό πλέον επίπεδο, έχει μεγάλη απόσταση και προϋποθέτει την απόλυτη διάρρηξη των σχέσεων αλληλεξάρτησης που υπάρχουν στο σύστημα.

Σε αυτό πρέπει να συνυπολογίζουμε την ύπαρξη των κεφαλαιαγορών που δρουν παγκόσμια και την τεράστια ισχύ τους πάνω στο σύγχρονο καπιταλισμό, καθώς θα συνεχίσουν να πιέζουν προς την διατήρηση των ελευθεριών στις κινήσεις κεφαλαίων.

Η αμερικάνικη αυτοκρατορία, η τελευταία αυτοκρατορία του κόσμου, έχει εδώ και χρόνια απωλέσει την δυνατότητά της να ηγείται αποτελεσματικά στην επέκταση του καπιταλιστικού συστήματος, να παίζει τον ρόλο της ατμομηχανής στην παγκόσμια ανάπτυξη και ενίοτε του ένοπλου πολιορκητικού κριού και του παγκόσμιου χωροφύλακα.

Η κρίση έχει αναδείξει περισσότερο από κάθε άλλη φορά την αδυναμία αυτή ενώ – τουλάχιστον ως αυτή την στιγμή – πραγματικός «διάδοχος» που να απειλεί την ακόμα και σήμερα πρωτοκαθεδρία της, δεν έχει σχηματοποιηθεί.

Το δολάριο, παρά το γεγονός ότι αμυφισβητείται ήδη από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας η αποκλειστικότητά του ως το αποθεματικό νόμισμα του πλανήτη, εξακολουθεί να είναι το πρώτο με αυτόν τον ρόλο, ενώ η αμερικάνικη πολεμική μηχανή είναι ακόμα η ισχυρότερη παγκοσμίως.

Επίσης, παρά τη μη εκπλήρωση των αρχικών του στόχων στους πολέμους που εξαπέλυσε το αμερικάνικο κράτος, έχει γεμίσει τον πλανήτη αμερικάνικες βάσεις κατοχυρώνοντας με στρατιωτικούς όρους τα συμφέροντά του.

Όμως η στρατιωτική υπεροχή δεν αρκεί για να διαιωνίζει την θέση της η Αμερική ως η μοναδική παγκόσμια υπερδύναμη. Και η κρίση υποσκάπτει τα θεμέλια στα οποία στηρίζεται.

Οι όποιες αδυναμίες στο παγκόσμιο παραγωγικό μοντέλο, την οικονομική κατάσταση των ΗΠΑ και των χωρών του «δυτικού» κόσμου εν γένει που αναδείχθηκαν με την κρίση, είναι στοιχεία προς αξιοποίηση άλλων κρατών για να υπερβούν τα ίδια τα όποια οικονομικά προβλήματα έχουν, για να προωθήσουν δικά τους συμφέροντα και να βάλουν όρους στις υπό διαμόρφωση νέες σχέσεις ισχύος.

Η Κίνα επεκτείνει την στρατιωτική της παρουσία στην νότια σινική θάλασσα γεμίζοντας στρατιωτικές βάσεις πολλά νησιά για τον αποκλειστικό έλεγχο ενός από τα πιο πολυσύχναστα περάσματα για το διεθνές εμπόριο και ενισχύει την πολεμική της μηχανή.

Η Ρωσία έχει ήδη εγκατασταθεί στην Συρία με στρατιωτικές βάσεις στηρίζοντας το καθεστώς Άσαντ. Το ίδιο κάνει και το Ιράν.

Η Τουρκία πραγματοποίησε πρόσφατα πολεμικές επιχειρήσεις στην Συρία, κατέλαβε το Αφρίν και ανά καιρούς απειλεί με επέκταση των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Συρία αλλά και στο βόρειο Ιράκ.

Για τις ΗΠΑ, η Κίνα και η Ρωσία συνιστούν μόνιμους και διαχρονικούς ανταγωνιστές.

Παρά την επικίνδυνη αλληλεξάρτηση με την Κίνα, η προοπτική υπόσκαψης των οικονομικών και γεωστρατηγικών δυνατοτήτων που έχει ήταν ανέκαθεν ένα ζητούμενο για την διατήρηση της αμερικανικής ηγεμονίας και παρά την αλληλεξάρτηση που αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια στο σύστημα παγκόσμια, ποτέ δεν εξαλείφθηκαν οι ανταγωνισμοί.

Απλώς τους καθιστά πιο σύνθετους ως προς την διαχείριση και πιο αμοιβαία επικίνδυνους κατά την όξυνσή τους.

Η γεωπολιτική σύγκρουση για τον έλεγχο εδαφών, πλουτοπαραγωγικών πηγών ή δρόμων για το εμπόριο ούτε έπαψε ποτέ ούτε θα πάψει να υπάρχει.

Όμως παρατηρούμε, πως ενώ το αμερικανικό κράτος πρωτοστατούσε τις τελευταίες δεκαετίες σε αυτές τις συγκρούσεις, οι οποίες διατηρούσαν έναν περιφερειακό χαρακτήρα και διεξάγονταν «δια αντιπροσώπων», η εμπλοκή και άλλων δυνάμεων σε αυτές γίνεται πιο διευρυμένη και απαιτητική δεδομένης της αξιοποίησης της ρευστότητας στις γεωπολιτικές ισορροπίες που προκύπτει ως απόρροια της οικονομικής κρίσης και των ευκαιριών που διακρίνουν ορισμένα καθεστώτα για να διαφύγουν από τον κλοιό της κρίσης δια της επέκτασης της επιρροής τους (Τουρκία) ή και διεκδικώντας κεντρικό ρόλο στην υπό διαμόρφωση γεωπολιτική κατάσταση (Ρωσία).

Προοπτική όμως, διαμόρφωσης μιας νέας αυτοκρατορίας που θα απειλήσει την αμερικάνικη πρωτοκαθεδρία και θα την αντικαταστήσει με μια άλλη υπερδύναμη, δεν υπάρχει τουλάχιστον προς το παρόν.

Αυτό όμως, καθιστά ακόμα πιο σύνθετο κάθε γεωπολιτικό ζήτημα όπου «συναντιούνται» ανταγωνιζόμενες δυνάμεις της εποχής μας ενώ αυξάνεται ο κίνδυνος μιας εκτροπής των συγκρούσεων με ανεξέλεγκτες διαστάσεις.

Η Ελλάδα βρίσκεται γεωγραφικά σε σημείο όπου είχε ανέκαθεν μεγάλη σημασία αφού γειτνιάζει με τις μόνιμες εστίες σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή, ενώ τόσο η Ελλάδα όσο και η ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου είναι μαγνήτης πολυεθνικών εταιρειών ενέργειας λόγω των μεγάλων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Το εκτιμώμενο απόθεμα φυσικού αερίου στις οικονομικές ζώνες του Ισραήλ, της Κύπρου και της Αιγύπτου υπολογίζονται στα 10 τρισ. κυβικά μέτρα και πολλοί τις χαρακτηρίζουν ως την «νέα Κασπία» στην ευρύτερη περιοχή.

Η αυξημένη ζήτηση φυσικού αερίου ιδίως στην Ευρώπη, καθιστά κορυφαίο ζήτημα την εκμετάλλευση και μεταφορά θησαυρού που κρύβει η ανατολική Μεσόγειος.

Η ραγδαία πτώση της παγκόσμιας παραγωγής που έφερε η κρίση, προκάλεσε και την καθίζηση των τιμών του πετρελαίου που έφτασε το 2016 στο χαμηλότερο σημείο όλων των εποχών, κάτω από 30 δολάρια το βαρέλι.

Παρά την κερδοσκοπία στις πρώτες ύλες και παρά την πολιτική των χωρών του ΟΠΕΚ – συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας ,– για μείωση της παγκόσμιας παραγωγής ώστε να ανέβει η τιμή του πετρελαίου και παρά το γεγονός ότι τα παγκόσμια αποθέματα πετρελαίου βρίσκονται στο χαμηλότερο ιστορικά επίπεδο, η τιμή του δεν ανέκαμψε παρά μόνο όταν έγιναν πιο έντονοι οι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί, ενώ με την πρόσφατη κρίση που κατέληξε στην επίθεση με πυραύλους των ΗΠΑ, της Γαλλίας και της Αγγλίας ενάντια στο καθεστώς Άσαντ, η τιμή του πετρελαίου παίρνει μια γρήγορη πορεία ανόδου.

Την άνοδο αυτή ενισχύει η αντιπαράθεση στην Ανατολική Μεσόγειο για την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου που πυροδοτεί το Τουρκικό κράτος.

Ισχυρότατος όμως παράγοντας γι’ αυτή την αύξηση είναι οι κυρώσεις των ΗΠΑ εναντίον του Ιράν, απόφαση ενάντια στην οποία έχουν στραφεί πολλά ισχυρά κράτη.

Από την πτώση της τιμής του πετρελαίου, επλήγησαν σοβαρά τόσο η Ρωσία όσο και οι άλλες πετρελαιοπαραγωγές χώρε ενώ οι ΗΠΑ, κόντρα στην απόφαση του ΟΠΕΚ για μείωση της παραγωγής, και χρησιμοποιώντας νέες τεχνολογίες σε μια μεγάλη αύξηση της παραγωγής φτάνοντας στην δεύτερη θέση παγκοσμίως αμέσως μετά την Ρωσία.

Οι ανταγωνισμοί για τον έλεγχο της παραγωγής και κυρίως της τιμής του πετρελαίου, όπως και του φυσικού αερίου, θα παίξουν και στις μέρες μας σημαντικό ρόλο.

Δεδομένου ότι η παγκόσμια παραγωγή δεν δείχνει στοιχεία αύξησης λόγω της κρίσης, οι διακυμάνσεις στις τιμές του πετρελαίου καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό, έστω και έμμεσα, από την χρηματοοικο-νομική σφαίρα και την οικονομία του χρέους, αφού η στροφή των επενδυτικών κεφαλαίων στα καύσιμα και τα «στοιχήματα» στις αυξήσεις των τιμών τους μέσω της αγοράς παραγώγων αυξάνεται όσο μεγαλώνει η επενδυτική ανασφάλεια για μια επόμενη κρίση στην χρηματοοικονομική σφαίρα.

Επόμενος μεγάλος παράγοντας που καθορίζει τις τιμές είναι οι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί.

Για την Ρωσία που το ΑΕΠ της καθορίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου και ενώ οι χρηματαγορές την πιέζουν αυξάνοντας τα επιτόκια δανεισμού της, η οικονομική πίεση τα τελευταία χρόνια είναι ιδιαίτερα μεγάλη.

Το επιτόκιο δανεισμού του ρωσικού κράτους έφτασε το 7,5% κάνοντας σχεδόν απαγορευτικό τον δανεισμό από τις αγορές, ενώ το ρούβλι έχει σχεδόν καταρρεύσει.

Το ρωσικό κράτος στηρίζεται σε αυτό που έχει, την ενέργεια, και οι κινήσεις του στοχεύουν στην διατήρηση και επέκταση του ελέγχου του σε πλουτοπαραγωγικές πηγές και «δρόμους» μεταφοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Εκμεταλλευόμενο παράλληλα τον σκεπτικισμό – μέχρι τώρα – των δυτικών κρατών να εμπλακούν σε πολεμικά μέτωπα, ενεπλάκη στρατιωτικά στην Συρία και «εγκαταστάθηκε» με την δημιουργία βάσεων στο έδαφός της, συνάπτοντας συμμαχία με το συριακό καθεστώς του Άσαντ, με το Ιράν και την Χεζμπολάχ που επίσης δρα στην χώρα.

Το «μέτωπο» αυτών των κρατών έχει απέναντί του το αμερικάνικο κράτος, το Ισραήλ, την Σαουδική Αραβία, τις ευρωπαϊκές χώρες, την Αγγλία και τη Γαλλία ενώ η πολεμική αντιπαράθεση εξακολουθεί να «ζυγίζεται» από το κόστος μιας πολεμικής εμπλοκής μεταξύ Ρωσίας, Ιράν και Δύσης που θα έχει αναμφισβήτητα ανεξέλεγκτες διαστάσεις.

Γι’ αυτό τον λόγο η επίθεση βομβαρδισμού από την αμερικάνικη, αγγλική, και γαλλική πολεμική μηχανή που έγινε ως «υπενθύμιση» της δυτικής πρωτοκαθεδρίας στον πλανήτη και, παρά τις απειλές της αντίπαλης παράταξης, καμία απάντηση δεν δόθηκε, δεν είχε στόχο την γενίκευση ενός πολέμου, τουλάχιστον όχι αυτή την στιγμή.

Αν μπορούσαμε να φανταστούμε την ίδια πολεμική «παράσταση» να διαδραματίζεται την δεκαετία του ’90 ή στις αρχές του 2000, η πολεμική εμπλοκή των ΗΠΑ και της Αγγλίας τουλάχιστον, στην περιοχή θα ήταν μόνιμη ενάντια στο καθεστώς «παρία» της Συρίας, όπως συνήθιζαν να προσδιορίζουν τότε πολλά κράτη συμπεριλαμβανομένου του Ιράκ, Ιράν και της Βόρειας Κορέας, ενώ η Ρωσία και το Ιράν δεν θα είχαν την διείσδυση που έχουν στο συριακό έδαφος.

Όσο για το τουρκικό κράτος, αυτό υφίσταται ιδιαίτερα μεγάλο πρόβλημα λόγω της κρίσης με την τουρκική λίρα να έχει καταρρεύσει και το επιτόκιο δανεισμού του να ξεπερνά το 13% και τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης να βαθμολογούν τα τουρκικά ομόλογα ως «σκουπίδια».

Το τουρκικό κράτος προσβλέπει στην ποδηγέτηση περιοχών με κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου – συμπεριλαμβανομένης και της ανατολικής Μεσογείου – βάζοντας μπροστά την πολεμική του μηχανή και τον γεωστρατηγικό του ρόλο στην περιοχή.

Με τις πολεμικές επεμβάσεις στην Συρία, τις απειλές για επέκτασή τους στο Βόρειο Ιράκ, και την επιθετική του στάση απέναντι στο ελληνικό κράτος και στο ζήτημα της εκμετάλλευσης το φυσικού αερίου της Μεσογείου στην κυπριακή ΑΟΖ και της Ανατολικής Μεσογείου, δείχνει την απελπισία ενός κράτους σε βαθιά κρίση με αχαλιναγώγητες πολεμικές και επεκτατικές διαθέσεις.

Η «θηλιά» όμως των χρηματαγορών σφίγγει περισσότερο γύρω από τον λαιμό του όσο το ίδιο αυξάνει τις απειλές του και το κάνει πράξη.

Τελικά η τουρκική οικονομία είναι λίγο πριν την κατάρρευση.

Όσο για το ελληνικό κράτος, αυτό πάντα παραχωρούσε γη και ύδωρ στις μεγάλες δυνάμεις.

Το Ελληνικό έδαφος είναι ανέκαθεν εφαλτήριο πολεμικών εξορμήσεων των ΗΠΑ και των ευρωπαϊκών κρατών με τις βάσεις που έχει, ένα προκεχωρημένο φυλάκιο του ύστερου «δυτικού» καπιταλιστικού συστήματος.

Ζούμε σε μια εποχή που η συστημική κρίση και η ματαιότητα αυτή να ξεπεραστεί με τις υπάρχουσες συνταγές, έχει καταστήσει ιδιαίτερα ρευστές και ευμετάβλητες τις γεωπολιτικές σχέσεις και τους συσχετισμούς δύναμης.

Όσο η αναπαραγωγή του συστήματος έχει ως κεντρικό άξονα την οικονομία του χρέους, όσο οι υπεραξίες για το κεφάλαιο εξακολουθούν να εντοπίζονται στην χρηματοοικονομική σφαίρα και την ανακύκλωση του χρέους, η ισχύς των χρηματαγορών θα καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τους συσχετισμούς δύναμης υπέρ των «παραδοσιακών» ισχυρών κρατών, παρόλο που τα περισσότερα από αυτά – με πρώτες τις ΗΠΑ – βαδίζουν σε ένα εύθραυστο και ιδιαίτερα επικίνδυνο έδαφος λόγω των οικονομικών τους δυσκολιών.

Η αμερικανική παγκόσμια ηγεμονία που βρίσκεται επίσης σε κρίση, είναι υποχρεωμένη να προασπίσει την θέση της που απειλείται την στιγμή που άλλες δυνάμεις επιδιώκουν την υπέρβαση των οικονομικών τους προβλημάτων επεκτείνοντας τις σφαίρες επιρροής τους και συνάπτοντας συμμαχίες με παραδοσιακούς εχθρούς των ΗΠΑ.

Η αμερικάνικη κυβέρνηση επεχείρησε εν μέρει ήδη με την επιβολή δασμών και την απόσυρσή της από συμφωνίες για το ελεύθερο εμπόριο να διαρρήξει τις σχέσεις αλληλεξάρτησης που έχουν δομηθεί με το παγκόσμιο αναπτυξιακό μοντέλο του οποίου τα όρια φάνηκαν για τις ΗΠΑ με την κρίση του 2008 και την αδυναμία υπέρβασής της.

Αυτές οι σχέσεις που είναι ακόμα σε ισχύ είναι ο παράγοντας που κρατούν ως αυτή την στιγμή εντός κάποιων ορίων τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς και συγκρούσεις.

Όμως η μεγάλη ρευστότητα που κυριαρχεί παγκόσμια και η δυσφορία που προκαλεί η κρίση σε όλα τα καθεστώτα δεν είναι βέβαιο ότι δεν θα γίνει τελικά μια μεγάλης εμβέλειας πολεμική σύρραξη. Είθισται εξάλλου, οι μεγάλες κρίσεις να οδηγούν σε πολέμους.

Το κόστος της χρηματοπιστωτικής κρίσης το έχουν επωμιστεί τα κράτη.

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τις ΗΠΑ και την Αγγλία το κόστος αυτό έχει «κοινωνικοποιηθεί», τα βάρη της αποπληρωμής έχουν πέσει πάνω στις κοινωνίες, και υποτίθεται, η υπέρβαση αυτών των προβλημάτων που δημιουργήθηκαν θα γίνει με το νέο «αναπτυξιακό άλμα» για την πραγματοποίηση του οποίου η μόνη «εγγύηση» που δίνεται από τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ είναι η «ακλόνητη πίστη στον καπιταλισμό ως αιώνιο σύστημα».

Προς το παρόν – και μάλλον για πολύ καιρό ακόμη – η παγκόσμια ανάπτυξη είναι αναιμική και το «αναπτυξιακό άλμα» αποτυπώνεται μόνο στην χρηματιστηριακή φούσκα και την φούσκα στα κρατικά ομόλογα.

Όμως οι αναμενόμενες οικονομικές καταρρεύσεις κρατούν και τα χρεοστάσια που θα ξεσπάσουν και που θα φθάσουν να απειλήσουν την χρηματοοικονομική σφαίρα συνολικά καθώς υπάρχει κίνδυνος αυτά να εκδηλωθούν σε μεγάλες επιχειρήσεις και κράτη του καπιταλιστικού κέντρου, η νέα ύφεση στην παγκόσμια οικονομία που θα έρθει, θα απειλήσει πολύ πιο αποφασιστικά από το 2008 το μοντέλο της καπιταλιστικής αναπαραγωγής μέσω της χρηματοπιστωτικής επέκτασης και της φούσκας του χρέους.

Χωρίς την προοπτική της ανάπτυξης και της επαναφοράς του συστήματος σε ρυθμούς ικανοποιητικούς για την αναπαραγωγή του, τα κράτη στρέφονται στην μεταβίβαση του οικονομικού κόστους και των προβλημάτων σε άλλα κράτη, γεγονός που έρχεται σε σύγκρουση με τις υπάρχουσες σχέσεις οικονομικής αλληλεξάρτησης.

Δασμοί, υψηλά επιτόκια, κεφάλαια που εγκαταλείπουν χώρες με οικονομικά προβλήματα συνηγορούν στην αύξηση των πιέσεων προς πιο αδύναμες οικονομικά χώρες, και το μέγεθος της οικονομικής πίεσης που θα υποστούν θα επηρεάσει την στάση τους στις γεωπολιτικές ανακατατάξεις, η οποία θα κριθεί και από το μέγεθος της πολεμικής μηχανής.

Δεν θα μπορούσαμε να μιλάμε για τις γεωπολιτικές συγκρούσεις της εποχής μας και ειδικά για τον πόλεμο στην Συρία, χωρίς να αναφερθούμε, έστω και εν συντομία, σε ένα τόσο σημαντικό κοινωνικό και πολιτικό εγχείρημα για την επαναστατική ιστορία: Την Επανάσταση στη Ροζάβα, η οποία εκδηλώθηκε και παλεύει να σταθεί σε ένα ιδιαιτέρως βίαιο περιβάλλον, όπου κράτη βρίσκονται σε συνεχή πολεμική σύγκρουση, σε ένα περιβάλλον που έχει τα χαρακτηριστικά ενός παγκόσμιου πολέμου.

Η Επανάσταση στη Ροζάβα και το πείραμα του δημοκρατικού συνομοσπονδισμού και της δημοκρατικής αυτονομίας

Ο συριακός εμφύλιος που ήταν αποτέλεσμα των εξεγέρσεων της Αραβικής Άνοιξης του 2011 και εξελίχτηκε σε πεδίο της γεωστρατηγικής σύγκρουσης μεταξύ του δυτικού μπλοκ εξουσίας (ΗΠΑ, Αγγλία, Γαλλία) από τη μία μεριά και της Ρωσίας και του Ιράν από την άλλη, έγινε αφορμή να γίνει γνωστή η Επανάσταση στη Ροζάβα και το πείραμα του Δημοκρατικού Συνομοσπονδισμού και της Δημοκρατικής Αυτονομίας στις περιοχές των Κούρδων της βόρειας Συρίας.

Έγινε γνωστή κυρίως μετά την μάχη στο Κομπάνι το 2014 όπου η ηρωική αντίσταση των Μονάδων Λαϊκής Προστασίας (YPG) και των Γυναικείων Μονάδων Προστασίας (YPJ) σταμάτησε την προέλαση του Ισλαμικού Κράτους που πολιορκούσε την πόλη.

Όμως το πείραμα του Δημοκρατικού Συνομοσπονδισμού και της Δημοκρατικής Αυτονομίας δεν ξεκίνησε από τις περιοχές της βόρειας Συρίας αλλά από το βόρειο Κουρδιστάν που κατέχει το τουρκικό κράτος και μετά την κατάρρευση των κρατικών δομών του καθεστώτος το 2011 – ’12 και λόγω της εξέγερσης της Αραβικής Άνοιξης επεκτάθηκε στις περιοχές των Κούρδων της Συρίας.

Ο Δημοκρατικός Συνομοσπονδισμός αποτελεί μια εξέλιξη του υπό την επιρροή του ΡΚΚ κουρδικού απελευθερωτικού κινήματος που από τον αρχικό του στόχο της δημιουργίας ενός ανεξάρτητου εθνικού κουρδικού σοσιαλιστικού κράτους κατά τα πρότυπα των μαρξιστολενινιστικών αντάρτικων του Τρίτου Κόσμου πέρασε στη δημιουργία μιας Συνομοσπονδίας που δεν περιλαμβάνει μόνο Κούρδους αλλά και άλλους λαούς της περιοχής, π.χ. Άραβες ή εθνικές και θρησκευτικές ομάδες όπως οι Συροϊακωβίτες, οι Γιεζίντι, οι Χαλδαίοι και άλλοι.

Αυτό το κοινωνικό επαναστατικό πείραμα είναι επηρεασμένο ως ένα βαθμό από τις ελευθεριακές κοινοτιστικές ιδέες του Αμερικανού αναρχικού διανοητή και οικολόγου Μάρραιη Μπούκτσιν.

Είναι ένα εγχείρημα που απορρίπτει το έθνος κράτος και τον εθνικισμό, δεν περιορίζεται σε εθνικά ή περιφερειακά σύνορα, αμφισβητεί το κράτος ως μηχανισμό διαχείρισης των κοινωνικών υποθέσεων, προωθεί την αποκέντρωση της εξουσίας σε αντίθεση με το συγκεντρωτισμό του κράτους, την διαχείριση των κοινωνικών υποθέσεων την αναλαμβάνουν οι ίδιοι οι άνθρωποι από την κοινωνική βάση μέσα από κοινοτιστικές δομές, τις κομμούνες, τις συνελεύσεις και τα συμβούλια των δήμων και κοινοτήτων όπου όλες και όλοι μπορούν να συμμετέχουν στην λήψη των αποφάσεων και να αναλάβουν υπεύθυνες θέσεις ως αιρετοί και ανακλητοί εκπρόσωποι.

Ο Δημοκρατικός Συνομοσπονδισμός και η Δημοκρατική Αυτονομία είναι ένα είδος κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης που στηρίζεται στην άμεση δημοκρατία.

Το πιο σημαντικό όμως επίτευγμα της Επανάστασης στη Ροζάβα είναι η χειραφέτηση των γυναικών αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι η κουρδική κοινωνία όπως και γενικότερα οι κοινωνίες της Μέσης Ανατολής βρίσκονται σε ένα ημιφεουδαρχικό στάδιο όπου κυριαρχεί η πατριαρχία και οι γυναίκες αντιμετωπίζονται ως υποδεέστερες και κατώτερες.

Όμως η επανάσταση τις εξίσωσε με τους άνδρες, ανέλαβαν υπεύθυνες θέσεις στα συμβούλια των δήμων και των χωριών, ανέλαβαν και διοικητικές θέσεις στις Μονάδες Λαϊκής Προστασίας ενώ υπάρχουν από το 2013 ξεχωριστές αμιγώς γυναικείες ένοπλες δυνάμεις, οι Γυναικείες Μονάδες Προστασίας. Όλα αυτά είναι πρωτοφανή για την παραδοσιακή πατριαρχική κουρδική κοινωνία.

Πάντοτε σε εποχές κοινωνικών επαναστάσεων και επαναστατικών εγχειρημάτων οι γυναίκες κατακτούν τη θέση που τους αξίζει ως ίσες απέναντι στους άνδρες και είναι εξίσου ικανές στο να αναλαμβάνουν όχι μόνο υπεύθυνες θέσεις αλλά και στο να μάχονται με το όπλο στο χέρι.

Δεν νοείται κοινωνική επανάσταση χωρίς την ενεργή συμμετοχή και την χειραφέτηση των γυναικών.

Αποδεικνύεται για μια ακόμα φορά ότι για την δημιουργία μιας κοινωνίας ισότητας και ελευθερίας είναι απαραίτητη η επανάσταση, δηλαδή η ανατροπή του παλιού κόσμου και επίσης αποδεικνύεται ότι για να γίνουν οι επαναστάσεις είναι απαραίτητος ο ένοπλος αγώνας αφού χωρίς τις Λαϊκές Μονάδες Προστασίας (YPG) και τις Γυναικείες Μονάδες Προστασίας (YPJ) δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί το πείραμα του Δημοκρατικού Συνομοσπονδισμού και της Δημοκρατικής Αυτονομίας στα τρία καντόνια των κουρδικών περιοχών της βόρειας Συρίας, δεν θα μπορούσαν να προστατευτούν οι κοινονιστικές δομές, να αποκρουστεί το ISIS, η Ράκα, ενώ αυτές οι δυνάμεις είναι που αντιστέκονται στον τουρκικό στρατό που έχει πρόσφατα καταλάβει το Αφρίν.

Η Επανάσταση στη Ροζάβα μάχεται σε πολλά μέτωπα, τους τζιχαντιστές του ISIS, άλλες ισλαμιστικές ομάδες, το καθεστώς Άσαντ και τον τουρκικό στρατό.

Στα πλαίσια της γεωστρατηγικής σύγκρουσης που ήδη μαίνεται στο έδαφος της Συρίας ανάμεσα στις ΗΠΑ, Αγγλία και Γαλλία που συνεπικουρούνται από το Ισραήλ και την Σαουδική Αραβία και από την άλλη μεριά την Ρωσία και το Ιράν που συνεπικουρούνται από την Χεζμπολάχ, η Επανάσταση στη Ροζάβα αντιμετωπίζεται σε αυτή την γεωστρατηγική σκακιέρα ως ένας σημαντικός παίχτης αφού οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν το κουρδικό κίνημα εξοπλίζοντάς το για την αντιμετώπιση του ISIS αλλά και ενάντια στο καθεστώς Άσαντ.

Τέτοιες ευκαιριακές λυκοσυμμαχίες όμως ιστορικά έχουν αποδειχθεί ότι δεν έχουν καλή κατάληξη για τα απελευθερωτικά κινήματα όπως έγινε π.χ. με τα κινήματα Εθνικής Αντίστασης στο β΄ παγκόσμιο πόλεμο.

Η Επανάσταση στη Ροζάβα αποτελεί ένα φωτεινό παράδειγμα στην εποχή μας και το δίδαγμα που έχουμε να παίρνουμε είναι ότι πρέπει και μπορούμε να μεταφέρουμε την επανάσταση στην ίδια την Δύση, στην καρδιά του καπιταλιστικού κόσμου.

ΠΟΛΑ ΡΟΥΠΑ – ΝΙΚΟΣ ΜΑΖΙΩΤΗΣ ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ

Σχετικά άρθρα