Αντί η συμμόρφωση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με τη Συνθήκη της Λωζάνης, όπως ο ίδιος διαβεβαίωσε τον Αλέξη Τσίπρα στο Πεκίνο, να γίνει δεκτή στην Ελλάδα με ικανοποίηση από το σύνολο του πολιτικού και δημοσιογραφικού κόσμου, μερίδα της πολιτικής και δημοσιογραφικής αντιπολίτευσης, που διακρίνεται από διαρκή παραζάλη, άρχισε να οικοδομεί “θεωρίες συνωμοσίας”.
Και αναφερόμαστε σε θεωρίες συνωμοσίας επειδή εν προκειμένω τα πράγματα τέθηκαν τόσο ξεκάθαρα που δεν υπάρχει “χώρος” για άλλες σκέψεις.
Στη συνάντηση μεταξύ του Αλέξη Τσίπρα και του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο Πεκίνο, ο Έλληνας Πρωθυπουργός έθεσε καθαρά το ζήτημα του τερματισμού από την πλευρά της Τουρκίας παραβιάσεων, παραβάσεων κι όλων των άλλων ενεργειών που συνιστούν την τουρκική προκλητικότητα.
Ο Αλέξης Τσίπρας τόνισε στον Τούρκο Πρόεδρο ότι η χώρα του δεν μπορεί να αμφισβητεί το Διεθνές Δίκαιο και ότι οι δύο χώρες μας αντί να “τσακώνονται” για θέματα λυμένα και τακτοποιημένα με συνθήκες, θα ήταν προς το κοινό όφελος να εστιάσουν σε θέματα θετικά, όπως η διακυβερνητική συνεργασία, η σταδιακή επανεκκίνηση διερευνητικών επαφών, ΜΟΕ και πολιτικών διαβουλεύσεων.
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν από την πλευρά του συμφώνησε να εφαρμόζεται πλήρως η Συνθήκη της Λωζάνης, υποχωρώντας από τη μέχρι προχθεσινή στάση του, με την οποία αμφισβητούσε διαρκώς τη Λωζάνη, την καταριόταν, μιλούσε για σύνορα “καρδιάς” κι άλλα τέτοια, που είχαν ως αποτέλεσμα η ελληνική εξωτερική πολιτική να τον κατατάξει στις “αναθεωρητικές δυνάμεις”.
Το θέμα όμως δεν είναι τι έκανε και τι έλεγε μέχρι προχθές ο Ερντογάν, αλλά ποια ήταν η χθεσινή του στάση.
Και αυτή είναι ότι μπροστά στην ελληνική αντιπροσωπεία όχι μόνο δεν αμφισβήτησε ούτε στιγμή τη Συνθήκη της Λωζάνης, το ακριβώς αντίθετο, διαβεβαίωσε ότι τη σέβεται.
Πρόκειται για μια μεγάλη και θετική διπλωματική εξέλιξη η ευθυγράμμιση του Τούρκου Προέδρου με το αυτονόητο.
Και φυσικά η ευθυγράμμισή του με το αυτονόητο συνιστά υποχώρηση από τις μέχρι πρότινος αναθεωρητικές του θέσεις που αμφισβητούσαν την αξία της Συνθήκης της Λωζάνης.
Για να περάσουμε όμως και στα εγχώρια αυτονόητα και όχι μόνο στα διεθνή, μερίδα της αντιπολίτευσης ψάχνοντας κάτι να πει, κατέφυγε πάλι στις θεωρίες συνωμοσίας ισχυριζόμενη το πρωτοφανές απίθανο, ότι δηλαδή ο Ερντογάν συμφώνησε στην εφαρμογή της Συνθήκης όχι γιατί έτσι πρέπει, είναι το ορθό, είναι αυτό που ζητάμε εμείς οι ίδιοι διαμαρτυρόμενοι σε όλες τις προηγούμενες δηλώσεις του, αλλά γιατί αποσκοπεί σε αποστρατικοποίηση των νησιών μας.
Εδώ καταλύεται η λογική. Αφενός, σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, δεν τέθηκε από την τουρκική πλευρά ζήτημα αποστρατικοποίησης νησιών, προς μεγάλη απογοήτευση της μερίδας της αντιπολίτευσης που διέδιδε όλο το Σάββατο τις θεωρίες συνωμοσίας της, αφετέρου εάν υπήρχε στοιχειώδης γνώση διεθνούς δικαίου από τη συγκεκριμένη μερίδα της αντιπολίτευσης, τότε θα ήταν και σε αυτή σαφές ότι ζήτημα τέτοιο δεν υφίσταται διότι έχει μεσολαβήσει η Συνθήκη του Μοντρέ που ρυθμίζει το καθεστώς των Στενών, των γύρω νησιών και ορίζει ξεκάθαρα το καθεστώς των νησιών του Αιγαίου.
Ο πιο μεγάλος όμως παραλογισμός, που αφορά μερίδα της αντιπολίτευσης, είναι ότι αντί να εκφράζουν την ικανοποίησή τους που ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν συμφώνησε μετά από τόσες διακηρύξεις και νεο-οθωμανικές εξαγγελίες να σεβαστεί τη Συνθήκη της Λωζάνης, σκούζουν και οδύρονται ως να είναι εις βάρος μας η Συνθήκη της Λωζάνης.
Εάν όμως η Συνθήκη της Λωζάνης δεν είναι υπέρ μας (ανόητος συλλογισμός αλλά πρέπει να γίνει) τότε γιατί η Ελλάδα την τιμά επί 94 χρόνια και απαιτεί και από την Τουρκία να πράξει το ίδιο όπως δεσμεύεται εξάλλου;
Διπλωματικές πηγές, αναφερόμενες στις θεωρίες συνωμοσίας που διακινούνταν στην Αθήνα όλο το Σάββατο, σήκωναν τα χέρια ψηλά με αυτή την παραζαλισμένη αντιπολίτευση αναρωτώμενες:
“Είμαστε υπέρ της Συνθήκης της Λωζάννης ή δεν είμαστε; Θεωρούν τη Συνθήκη της Λωζάνης κακό πράγμα; Μήπως θέλουν αναθεώρησή της; Να μας πει η αντιπολίτευση, η Συνθήκη της Λωζάνης είναι αποδεκτή από την Ελλάδα ή δεν είναι; Ως τώρα ο Ερντογάν έλεγε ότι αμφισβητεί τη Λωζάνη και εμείς ζητούσαμε την εφαρμογή της, τώρα που λέει δεν την αμφισβητώ και τη δέχομαι δεν μας αρέσει ούτε αυτό;”.
Ο θεσμικός ρόλος της αντιπολίτευσης, ειδικά στα εθνικά θέματα, είναι να ελέγχει σχολαστικά εάν τηρούνται οι συμφωνημένες εθνικές γραμμές και με σοβαρότητα, συνέπεια και εθνική ευθύνη να επεμβαίνει με τον προβλεπόμενο τρόπο, δηλαδή εκείνον τον “διακριτικό” που δεν τροφοδοτεί την αλλότρια προπαγάνδα.
Δυστυχώς αυτή την εποχή η χώρα έχει μια αντιπολίτευση, από ανθρώπους μάλιστα που στα προηγούμενα χρόνια κυβερνούσαν την Ελλάδα μας, που αντί να συμπεριφέρονται με την υπευθυνότητα που ταιριάζει σε πρώην κυβερνητικά στελέχη, ως άνθρωποι δηλαδή με κυβερνητική εμπειρία, συμπεριφέρονται ως ανίδεα γκρουπούσκουλα έτοιμα να υιοθετήσουν και να διαδώσουν μέχρι και θεωρίες συνωμοσίας για μικροπολιτικό όφελος.
Βεβαίως οι άνθρωποι μπορεί να μην είναι “πονηροί”, “μικροπρεπείς” ή “πολιτικάντηδες”, μπορεί απλά να είναι ανόητοι και επικίνδυνα ανίκανοι. Είναι άραγε τυχαίο που μέσα σε δύο χρόνια έχουν γίνει τόσα στην εξωτερική μας πολιτική όσα δεν έγιναν 20; Τυχαίο είναι; Δεν νομίζουμε, τίποτα δεν είναι τυχαίο.