Την αναθεώρηση των προβλέψεων του ΔΝΤ για τα πρωτογενή πλεονάσματα με βάση τη σημερινή έκθεση του χαιρετίζουν στην κυβέρνηση και σημειώνουν ότι σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει κανένα ζήτημα πρόσθετων μέτρων για το 2018.
«Χαιρετίζουμε την αναθεώρηση των προβλέψεων του ΔΝΤ για τα πρωτογενή πλεονάσματα με βάση τη σημερινή έκθεσή του (Fiscal Monitor)», αναφέρουν πηγές της κυβέρνησης και επισημαίνουν, ειδικότερα, τα εξής:
Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι στην προηγούμενη έκθεσή του, το φθινόπωρο του 2016, το ΔΝΤ προέβλεπε πρωτογενές πλεόνασμα 0,1% για το 2016. «Αντί αυτού, τώρα αποδέχεται την υπεραπόδοση σχεδόν κατά 7 φορές πάνω από τον στόχο του 0,5% στο 3,3% ή αλλιώς κατά 5,8 δισ. ευρώ πάνω από αυτό που προέβλεψε το φθινόπωρο του 2016!», τονίζουν.
Δεύτερον, σημειώνουν ότι «οι προβλέψεις για το 2017 είναι στο 1,8% (από 0,7% που προέβλεπε πριν), επιβεβαιώνοντας ότι η Ελλάδα θα επιτύχει τους στόχους του προγράμματος».
Τρίτον, υπογραμμίζουν ότι η πρόβλεψη για το 2018 είναι στο 2,0%, αντί για 1,6% που προέβλεπε τον Οκτώβριο του 2016 και αναφέρουν ότι «ο στόχος για το 2018, βάσει του προγράμματος, είναι στο 3,5%, στόχος που σύμφωνα με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και την κυβέρνηση θα επιτευχθεί».
Τέταρτον, οι πηγές της κυβέρνησης επισημαίνουν ότι «σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει κανένα ζήτημα πρόσθετων μέτρων για το 2018, καθώς το πρόβλημα των διαφορετικών προβλέψεων έχει λυθεί ήδη από τον Μάιο του 2016, στο πλαίσιο της πρώτης αξιολόγησης, με τη θεσμοθέτηση του αυτόματου μηχανισμού δημοσιονομικής προσαρμογής».
Σύσκεψη στο Μαξίμου για το χρέος
Εν τω μεταξύ, σύσκεψη υπό τον πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, πραγματοποιήθηκε το μεσημέρι στο Μέγαρο Μαξίμου, με τη συμμετοχή του αντιπροέδρου της κυβέρνησης, Γιάννη Δραγασάκη, του υπουργού Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτου, του υπουργού Οικονομίας, Δημήτρη Παπαδημητρίου, της υπουργού Εργασίας, Έφης Αχτσιόγλου και του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών, Γιώργου Χουλιαράκη.
Ο κ. Τσακαλώτος, ο κ. Παπαδημητρίου και ο κ. Χουλιαράκης, θα βρίσκονται από αύριο, Πέμπτη 20 Απριλίου, στην Ουάσιγκτον, όπου θα έχουν επαφές για προκαταρκτικές συζητήσεις σχετικά με το χρέος, στο περιθώριο της Εαρινής Συνόδου του ΔΝΤ, που πραγματοποιείται την Παρασκευή και το Σάββατο, 21 και 22 Απριλίου.
Πληροφορίες του TRIBUNE αναφέρουν πως τα μηνύματα που έχουν φθάσει στο πρωθυπουργικό γραφείο καθ’ όλη τη διάρκεια των τελευταίων επαφών του Αλέξη Τσίπρα – και από τις δύο όχθες του Ατλαντικού ωκεανού – είναι ότι η επικεφαλής του Ταμείου, Κριστίν Λαγκάρντ, δεν προτίθεται να κάνει πίσω από τις απαιτήσεις για άμεση συγκεκριμενοποίηση των μέτρων, κάτι που επιδιώκει το Βερολίνο.
Και αυτές οι πληροφορίες φαίνεται να επιβεβαιώνονται και από το «πράσινο φως» που άναψε ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, διαψεύδοντας πως η διοίκηση Τραμπ θα απέσυρε το Ταμείο από το ελληνικό πρόγραμμα, κάτι το οποίο κατά πολλούς αποδίδεται και στη γεωστρατηγική θέση της Ελλάδας στο νοτιοανατολικό άκρο της Μεσογείου σε αυτή την κρίσιμη γεωπολιτική συγκυρία για Συρία και Τουρκία.
Στόχος του Μαξίμου είναι να κλείσει η συνολική συμφωνία, με την Ελλάδα να αποκομίζει το μάξιμουμ στο θέμα της απομείωσης του ελληνικού χρέους μέσα από τα μεσοπρόθεσμα μέτρα που θα οριστικοποιηθούν τώρα και θα τεθούν σε εφαρμογή στο τέλος του προγράμματος το Σεπτέμβριο του 2018.
Η μάχη μονάχα εύκολη δεν κρίνεται από την Ηρώδου Αττικού, δεδομένου ότι μετά την πολιτική συμφωνία για τη δεύτερη αξιολόγηση, η Γερμανία και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε καλείται να πράξει αυτό που επί επτά χρόνια αποφεύγει, δηλαδή να πάρει αποφάσεις για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και μάλιστα μέσα στην προεκλογική του περίοδο, με ό,τι κόστος μπορεί να έχει αυτό για τους Χριστιανοδημοκράτες.
Έχοντας υπόψην τους τις προσπάθειες απεγκλωβισμού Σόιμπλε από τις αποφάσεις για το χρέος με τα μεσοπρόθεσμα μέτρα, ο Αλέξης Τσίπρας έχει διαμηνύσει ήδη σε όλους τους τόνους ότι τα μέτρα για τη διετία 2019-2020 θα τεθούν σε εφαρμογή μονάχα εφόσον ήδη νωρίτερα (το Σεπτέμβρη του 2018) έχουν υλοποιηθεί τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για την απομείωση του ελληνικού χρέους.
Πληροφορίες του TRIBUNE αναφέρουν πως η μεγάλη μάχη για τις αποφάσεις για το χρέος δεν θα δοθεί τόσο στην εαρινή Σύνοδο του ΔΝΤ που ξεκινά την Παρασκευή, όσο στη συνεδρίαση του Washington Group που θα προηγηθεί αυτού και στο οποίο θα μετέχουν όλοι οι επικεφαλής των θεσμών που εμπλέκονται στο ελληνικό πρόγραμμα.
Σε αυτό το πλαίσιο, αφετηρία ως εκ τούτου της κυβέρνησης για τη διαπραγμάτευση είναι η απόφαση του Eurogroup στης 24 Μαΐου 2016 σύμφωνα με την οποία, το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους δεν πρέπει να υπερβαίνει μεσοπρόθεσμα το 15% του ΑΕΠ. Από εκεί και πέρα είναι ζητούμενο ποιο μέρος του χρέους θα πληρώσει η Ελλάδα και ποιο θα προέλθει από αναχρηματοδότηση των δανείων, δηλαδή για πόσο χρονικό διάστημα θα πρέπει να επιτευχθούν πλεονάσματα 3,5%.
Η ελληνική πρόταση είναι είτε πλεονάσματα 3,5% για τρία χρόνια είτε 3% για πέντε χρόνια –το τελικό κόστος θα είναι το ίδιο. Η «συμβιβαστική» πρόταση Σόιμπλε είναι 3,5% για 5 χρόνια, αλλά συμπεριλαμβάνει σε αυτά και το 2018. Επομένως 4, κάτι που δείχνει ότι οι δύο πλευρές είναι κοντά.
Σε ό,τι αφορά τον τρόπο ρύθμισης του χρέους, μια ιδέα της ελληνικής πλευράς είναι η επιμήκυνση των ωριμάνσεων των δανείων για 10 χρόνια.
Πάντως το βασικό επίδικο μεταξύ ΔΝΤ και Γερμανίας αυτή τη στιγμή είναι η σαφήνεια της περιγραφής των ρυθμίσεων.
Η Γερμανία επιδιώκει οι αποφάσεις να είναι όσο πιο ασαφείς γίνεται, το ΔΝΤ το ακριβώς το αντίθετο, όπως έχει διαμηνύσει ξεκάθαρα σε όλες τις τελευταίες παρεμβάσεις της και η Κριστίν Λαγκάρντ.
Ένταξη στο QE
Με τη συγκεκριμενοποίηση των μέτρων ανοίγει ο δρόμος για μία θετική εισήγηση του ΔΝΤ, η οποία με τη σειρά της θα ανοίξει τις κάνουλες του φθηνού χρήματος από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Αν και το ορόσημο για την ένταξη στο QE τον Μάρτιο χάθηκε, η ένταξη ακόμα και τον Ιούνιο είναι εξαιρετικά σημαντική διότι θα δοθεί σήμα εμπέδωσης της σταθερότητας στις αγορές και το επενδυτικό κοινό.
Πέραν αυτού, θα σημάνει την οριστική σταθεροποίηση των ελληνικών τραπεζών που θα αντλήσουν φθηνό χρήμα μέσω του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης.
Και το σημαντικότερο από όλα, όπως τονίζουν κυβερνητικοί αξιωματούχοι, είναι ότι θα προετοιμαστεί η έξοδος στις αγορές στο τέλος του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018, ώστε να οριστικοποιηθεί ο στόχος για το τέλος του μνημονίου και ο δανεισμός από τον επίσημο τομέα.