Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με την υπ΄ αριθμ. 99/2017 απόφασή της έκρινε ότι οι πλοιοκτήτες υποχρεούνται να πληρώσουν την έκτακτη εισφορά κοινωνικής ευθύνης που τους επιβλήθηκε με το πρώτο μνημόνιο (νόμος 3845/2010) και υποχρέωσε ναυτική εταιρεία να πληρώσει ποσό 808.942 ευρώ.
Ειδικότερα, στο ΣτΕ είχε προσφύγει ο προϊστάμενος της ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά και ζητούσε να αναιρεθεί απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά που ακύρωσε το εκκαθαριστικό σημείωμα με το οποίο είχε επιβληθεί σε πλοιοκτήτρια ναυτική εταιρεία (έχει ένα πλοίο) «έκτακτη εισφορά κοινωνικής ευθύνης» ύψους 808.942 ευρώ, σύμφωνα με το πέμπτο άρθρο του ν. 3845/2010 («μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη – μέλη της ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο»).
Η επίμαχη απόφαση του ΣτΕ αναφέρει, ότι πέρα από το πρώτο μνημόνιο που επέβαλε έκτακτη, εφάπαξ, εισφορά κοινωνικής ευθύνης, στο συνολικό καθαρό εισόδημα του οικονομικού έτους 2010 και κατά το παρελθόν είχαν επιβληθεί έκτακτες εισφορές στο εφοπλιστικό κλάδο με νομοθετήματα.
Υπενθυμίζει το ΣτΕ, ότι έκτακτη εισφορά είχε επιβληθεί για την αντιμετώπιση έκτακτων και εξαιρετικά πιεστικών δημοσιονομικών αναγκών, όπως το 1974 μετά τον πόλεμο στην Κύπρο, μετά τον σεισμό στη Θεσσαλονίκη το 1978, το 1985, στο πλαίσιο προγράμματος για την σταθεροποίηση της οικονομίας και το 2009 σε περιορισμένο κύκλο νομικών προσώπων (σε αυτά των οποίων το καθαρό εισόδημα υπερέβαινε τα 5.000.000 ευρώ), υπολογιζόμενη με κλιμακούμενο συντελεστή 5 έως 10% ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος.
Στην συνέχεια το ΣτΕ, με πρόεδρο τον Σωτήρη Ρίζο (συνταξιοδοτήθηκε) και εισηγητή τον σύμβουλο Επικρατείας, Ηρακλή Τσακόπουλο (παραιτήθηκε από το δικαστικό σώμα), επισημαίνει ότι «η έκτακτη εισφορά κοινωνικής ευθύνης αποτελεί, πράγματι, έκτακτη οικονομική επιβάρυνση των νομικών προσώπων, κυρίως εταιρειών, για την αντιμετώπιση της οξύτατης οικονομικής κρίσης που σοβούσε στη χώρα, το εισόδημα δε χρησιμοποιείται ως δείκτης της οικονομικής δυνάμεως των υποκειμένων στην εισφορά προσώπων, αποτελεί δηλαδή το κριτήριο και συνακόλουθα την βάση επιβολής της εισφοράς».
“Υπόκεινται και οι ναυτικές εταιρείες, οι οποίες αποτελούν ειδικό τύπο κεφαλαιουχικών εταιρειών”
Και προσθέτει το ΣτΕ ότι στην εν λόγω εισφορά «υπόκεινται και οι ναυτικές εταιρείες, οι οποίες αποτελούν ειδικό τύπο κεφαλαιουχικών εταιρειών» και αυτή «δεν αποτελεί φόρο εισοδήματος».
Ακόμη, όπως μεταδίδει το ΑΜΠΕ, αναφέρεται, ότι η επίμαχη εισφορά «αποτελεί, πράγματι, έκτακτη οικονομική επιβάρυνση των νομικών προσώπων, κυρίως εταιρειών, για την αντιμετώπιση της οξύτατης οικονομικής κρίσης που σοβούσε στη χώρα, το εισόδημα δε χρησιμοποιείται ως δείκτης της οικονομικής δυνάμεως των υποκειμένων στην εισφορά προσώπων, αποτελεί δηλαδή το κριτήριο και συνακόλουθα την βάση επιβολής της εισφοράς. Στην εν λόγω εισφορά υπόκεινται και οι ναυτικές εταιρείες, οι οποίες αποτελούν ειδικό τύπο κεφαλαιουχικών εταιρειών».
Τελικά το ΣτΕ αναίρεσε την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών που είχε κρίνει ότι η επίμαχη έκτακτη εισφορά «επιβάλλεται σε βάρος συγκεκριμένων, περιοριστικώς αναφερομένων προσώπων» μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνονται οι ναυτικές εταιρείες του νόμου 959/1979 και ακύρωσε (το Διοικητικό Εφετείο) τη βεβαίωση του προϊσταμένου της ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά που είχε καταλογίσει στην εν λόγω εταιρεία έκτακτη εισφορά 808.942 ευρώ.