Στις 3:00 τα ξημερώματα της Κυριακής βάζουμε το ρολόι μας να δείχνει μία ώρα μπροστά (δηλαδή η ώρα θα δείχνει 4:00).
Η αλλαγή είναι ταυτόχρονη για όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. τα οποία έχουν υιοθετήσει το μέτρο με το βασικό πλεονέκτημα της θερινής ώρας να είναι η εξοικονόμηση ενέργειας.
H ώρα, σύμφωνα με την Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αλλάζει πάντα την τελευταία Κυριακή του Μαρτίου (μία ώρα μπροστά) και την τελευταία Κυριακή του Οκτωβρίου (μία ώρα πίσω).
Στην Ελλάδα η θερινή ώρα εφαρμόστηκε για πρώτη φορά, δοκιμαστικά, το 1932 και συγκεκριμένα από τις 6 Ιουλίου μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου όπου τα ρολόγια είχαν τεθεί μία ώρα μπροστά.
Στη συνέχεια όμως εγκαταλείφθηκε αυτό γιατί η διαφορά σε σχέση με το φως του Ήλιου που καθορίζει και τον πραγματικό χρόνο γινόταν πολύ μεγάλη κυρίως στα δυτικά τμήματα της χώρας και περισσότερο στη Κέρκυρα.
Στα επόμενα χρόνια είχε υιοθετηθεί η μετατόπιση της ώρας έναρξης λειτουργίας πολλών δημόσιων υπηρεσιών και καταστημάτων κατά μισή ώρα, στη χειμερινή περίοδο.
Στη δεκαετία όμως του 1970, μόλις δύο χρόνια μετά την ενεργειακή κρίση που ξέσπασε στην Ευρώπη το 1973 αποφασίστηκε η υιοθέτηση του μέτρου της θερινής ώρας από μεγάλο μέρος των κρατών της Ευρώπης συμπεριλαμβανομένης τότε και της Ελλάδας με έναρξη το 1975.
Οι πρώτες αναφορές για καλύτερη αξιοποίηση του ηλιακού φωτός είχαν γίνει από τον Βενιαμίν Φραγκλίνο, όταν πρότεινε να ξυπνούν οι άνθρωποι μία ώρα νωρίτερα και να κοιμούνται αντίστοιχα νωρίτερα.
Το 1907 ήταν ο Γουίλιαμ Γουίλετ που με άρθρο του σε βρετανική εφημερίδα, με τίτλο «Waste of Daylight», ζήτησε την αλλαγή της ώρας, χωρίς αποτέλεσμα όμως.
Η θερινή ώρα εφαρμόστηκε τελικά σε έκτακτες και πολύ δύσκολες συνθήκες και πιο συγκεκριμένα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η Γερμανία αρχικά, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ στη συνέχεια προχώρησαν στο συγκεκριμένο μέτρο εξοικονόμησης ενέργειας. Το μέτρο πάντως δεν άντεξε μετά τη λήξη του πολέμου, καθώς υπήρχαν αντιδράσεις του κόσμου.