Μεγάλος και βαρύς είναι ο θρήνος που έχει πέσει στη ντε φάκτο πρωτεύουσα της οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος, πόλη Ράκα στην κεντρική Συρία, μετά τον θάνατο του Ομάρ Αλ Σισάνι.
Ο Ομάρ Αλ Σισάνι, κορυφαίος οπλαρχηγός της οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος, ήταν επικηρυγμένος από τους Αμερικανούς με 5.000.000 δολάρια.
Όπως έγινε γνωστό υπέκυψε στα τραύματά του σε νοσοκομείο στη Ράκα, όπου νοσηλευόταν υπό αυστηρά μέτρα ασφαλείας των τζιχαντιστών.
Ο Ομάρ Αλ Σισάνι είχε τραυματιστεί σοβαρά από αεροπορική επιδρομή στην πόλη Σαντάντι στη βορειοανατολική Συρία.
Χτυπημένος μεταφέρθηκε στη Ράκα για να νοσηλευτεί, αλλά από ό,τι φαίνεται ο Αλλάχ τον ήθελε κοντά του και τον πήρε στον παράδεισο, που τόσο ένθερμα ο Σισάνι λαχταρούσε.
Την ανακοίνωση του θανάτου του Σισάνι έκανε την Τρίτη το αμερικανικό Πεντάγωνο.
Το πραγματικό όνομα του Σισάνι, που εκτελούσε και καθήκοντα “υπουργού Πολέμου” της τρομοκρατικής οργάνωσης, ήταν Ταρχάν Ταγιουμουραζόβιτς Μπατιρασβίλι (Tarkhan Tayumurazovich Batirashvili), αλλά κυκλοφορούσε με το “πολεμικό όνομα”, Ομάρ Αλ Σισάνι (Σισάνι = Τσετσένος).
Είχε γίνει διάσημος όταν συμμετείχε στην πολιορκία της Κόμπανι, η οποία λύθηκε άδοξα για το Ισλαμικό Κράτος τον Ιανουάριο του 2015.
Ο Σισάνι, ο Τσετσένος, ήταν Γεωργιανός πολίτης και συμπεριλαμβανόταν μεταξύ των πιο καταζητούμενων ηγετών της οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος.
Ο Σισάνι, πριν αποφασίσει να “αφιερωθεί” στον τζιχάντ, “ιερό πόλεμο”, ήταν λοχίας του γεωργιανού στρατού. Ήταν βετεράνος του πολέμου Ρωσίας – Γεωργίας το 2008.
Στη Συρία ξεκίνησε την “καριέρα” του ως οπλαρχηγός της Ταξιαρχίας των Εμιγκρέδων, δηλαδή μιας δύναμης αποτελούμενης από ξένους τζιχαντιστές.
Τον Μάιο του 2014 ορίστηκε ανώτατος οπλαρχηγός των βόρειων δυνάμεων της οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος και είχε υπό τις εντολές του όλες τις τζιχαντιστικές συμμορίες στις επαρχίες του Χαλεπιού, της Ράκα, της Λαττάκειας και της Ιντλίμπ.
Στα τέλη του 2013 είχε οριστεί εμίρης (πρίγκιπας) της βόρειας Συρίας, της οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος, και ο ίδιος επιχειρούσε στην επαρχία του Χαλεπιού.
Παράλληλα διατηρούσε και την ηγεσία των τζιχαντιστών που είχαν έλθει από την Τσετσενία και από τον υπόλοιπο Καύκασο.
Από τα μέσα του 2014 προήχθη σε μέλος του Συμβουλίου της Σούρα, που εδρεύει στη ντε φάκτο πρωτεύουσα της οργάνωσης Ράκα.
Στις 5 Μαΐου 2015 επικηρύχτηκε από το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ με 5.000.000 δολάρια.
Γεννήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 1986, στην πρώην Σοβιετική Ένωση, στη Γεωργία. Ο πατέρας του ήταν χριστιανός Ορθόδοξος και Γεωργιάνος. Η μητέρα του ήταν μουσουλμάνα και Τσετσένα.
Παιδί ήταν βοσκός. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ήρθε σε επαφή με τους Τσετσένους αντάρτες, στον δεύτερο Τσετσενικό Πόλεμο, και τότε πρέπει να ριζοσπαστικοποιήθηκε στο Ισλάμ. Είχε βοηθήσει, έφηβος ακόμα, Τσετσένους αντάρτες ενάντια στους Ρώσους και σύμφωνα με τον πατέρα του είχε συμμετάσχει και εκείνος σε κάποιες μάχες.
Αφού τελείωσε το σχολείο κατατάχθηκε στον στρατό της Γεωργίας και εξελίχθηκε σε εξπέρ στη χρήση διαφόρων όπλων αλλά και στη χαρτογράφηση.
Υπηρέτησε σε μια ειδική μονάδα αναγνώρισης του στρατού της Γεωργίας, η οποία εκπαιδεύτηκε από τις ειδικές δυνάμεις των ΗΠΑ και ο Ομάρ Αλ Σισάνι, τότε Μπατιρασβίλι, αρίστευσε. Τότε κέρδισε και τον βαθμό του λοχία.
Στον πόλεμο Ρωσίας – Γεωργίας το 2008 πολέμησε στην πρώτη γραμμή κατασκοπεύοντας τις φάλαγγες των ρωσικών τανκς και δίνοντας τις συντεταγμένες τους στο γεωργιανό πυροβολικό.
Η μονάδα του προκάλεσε σημαντική ζημιά στις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις. Αν και δεν τιμήθηκε με κάποιο παράσημο για τις υπηρεσίες του, προτάθηκε να προαχθεί σε αξιωματικός, αλλά το 2010 διαγνώστηκε με τουμπερκούλοση και νοσηλεύτηκε για πολλούς μήνες σε νοσοκομείο. Τότε αποστρατεύτηκε για ιατρικούς λόγους.
Προσπάθησε να γίνει ξανά δεκτός στον στρατό και απέτυχε. Επιστρέφοντας στο χωριό του δεν κατάφερε να προσληφθεί ως αστυνομικός, που ήταν η επόμενη επιλογή του. Εκείνη την περίοδο απεβίωσε και η μητέρα του από καρκίνο. Εκείνη την εποχή ήταν βαθύτατα απογοητευμένος από όλα στη ζωή του, αν και ήταν μόλις 24 ετών.
Τον Σεπτέμβριο του 2010 συνελήφθη για λαθρεμπόριο όπλων και καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλακή.
Αποφυλακίστηκε μετά από 16 μήνες, στις αρχές του 2012, και αμέσως έφυγε από τη Γεωργία. Όπως είχε παραδεχτεί ο ίδιος, η φυλακή τον μεταμόρφωσε.
“Ορκίστηκα στον Θεό ότι εάν έβγαινα από τη φυλακή ζωντανός, θα πήγαινα να πολεμήσω στον ιερό πόλεμο για τη χάρη του Θεού”.
Πριν φύγει είπε στον πατέρα του ότι θα πήγαινε στην Κωνσταντινούπολη, όπου μέλη της τσετσενικής διασποράς του είχαν προτείνει να τον στρατολογήσουν για να ηγηθεί μιας ομάδας τζιχαντιστών στον πόλεμο στη Συρία.
Έφτασε στη Συρία τον Μάριο του 2012. Από εκεί και πέρα, αυτός που τον θεωρούσαν “ξεγραμμένο” και δεν τον έκριναν άξιο να γίνει ούτε αστυνομικός του χωριού του, εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο επικίνδυνους τρομοκράτες του πλανήτη.