Δεν θα κάτσω να σας πω τα συνηθισμένα, «σταυρό στον Κάσδαγλη», «η καλύτερη επιλογή για τα Δωδεκάνησα» και άλλα τέτοια. Πρώτον γιατί δεν μπορώ, δεν το ‘χω, δεν καβάλησα ξαφνικά το καλάμι ώστε να το παίξω ατομικά σωτήρας του Έθνους.
Ένας από τους λόγους που αποφάσισα, για πρώτη φορά στη ζωή μου, να κατέβω υποψήφιος σε βουλευτικές εκλογές είναι γιατί ξέρω ότι στη συγκεκριμένη αναμέτρηση το παιχνίδι είναι ομαδικό – περισσότερο παρά ποτέ. Δεν έχουν τόση σημασία τα πρόσωπα, δεν παίζουν τόσο σημαντικό ρόλο τα τοπικά θέματα, πολύ δε περισσότερο τα τοπικιστικά.
Η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων έχει πλήρη επίγνωση του τι παίζεται εδωπέρα, ξέρει ότι η μάχη είναι κρίσιμη, ξέρει επίσης ποια είναι η αλήθεια ή, έστω, τα ουσιώδη: Ότι τα πράγματα θα είναι δύσκολα ούτως ή άλλως, ότι εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν (η αλήθεια είναι πως δεν υπήρχαν ποτέ, αλλά η επιφανειακή ευμάρεια συγκάλυπτε το βάθος των προβλημάτων).
Ξέρουν οι Ελληνίδες και οι Έλληνες -κι ανάμεσά τους οι Δωδεκανήσιοι- ότι δεν θα καλοπεράσουν, ούτως ή άλλως, κι έτσι η ανάγκη τούς σπρώχνει να προχωρήσουν πέρα από τα εσκαμμένα, να βάλουν ένα τέλος σ’ αυτή την πορεία της προϊούσας παρακμής, στη συντεταγμένη ανέχεια, στην αποψίλωση της δημόσιας σφαίρας και του κοινωνικού κράτους, πάνω απ’ όλα στην απουσία ελπίδας.
Θέλουν κυβέρνηση που θα τους εκπροσωπεί αυθεντικά, που θα τους καταλαβαίνει και θα συμπάσχει μαζί τους, που δεν θα επιρρίπτει ανάλγητα τα βάρη της κρίσης στις πλάτες τους.
Θέλει κάποιους να ξαναμοιράσουν την τράπουλα δίκαια.
Για να είμαι απολύτως ειλικρινής, συναντάω και μερικούς που αποφεύγουν να βάλουν οι ίδιοι τα χέρια τους στη φωτιά, που έχουν στο μυαλό τους ένα είδος ανάθεσης σε κάποιον άλλο να καθαρίσει για πάρτη τους και ψηφίζουν Αριστερά με αυτή την παραδοσιακή λογική. Με ανησυχεί αυτό το φαινόμενο, αλλά από την άλλη έχω την πεποίθηση ότι σ’ αυτό το σημείο υπάρχει η δυνατότητα να το παλέψουμε εξαρχής, να επιμείνουμε και να βάλουμε την κοινωνία στο παιχνίδι, να προσπαθήσουμε να την κάνουμε να συγκυβερνήσει.
Αυτά όσον αφορά το σκηνικό της κρίσης. Αλλά υπάρχει κι ένα δεύτερο επίπεδο σύγκρουσης, κατά τη γνώμη μου εξίσου σημαντικό. Ακόμα κι αν δεν είναι δυνατόν να στοιχειοθετηθεί σε βραχυπρόθεσμη προοπτική ένας οδικός χάρτης εξόδου απ’ την κρίση, μιας άμεσης ανάτασης της οικονομίας και των λαϊκών στρωμάτων, είναι απόλυτη ανάγκη να απαλλαγεί η χώρα από το χρεοκοπημένο πολιτικό σύστημα που οδήγησε τα πράγματα ως εδώ. Το πολιτικό σύστημα που συντηρεί με νύχια και με δόντια την εξουσία του προκειμένου να προασπίσει τα συμφέροντα των δανειστών, περισώζοντας παράλληλα τον σκληρό πυρήνα των πελατειακών σχέσεων και της διαπλοκής των επιχειρήσεων και του κράτους, υπό την σκέπη των τραπεζών.
Ξέρουν λοιπόν οι Δωδεκανήσιοι, όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες, ότι η σύγκρουση είναι συνολική. Δεν περιμένουν από μένα, ή από οποιονδήποτε άλλο φωστήρα, να τους εξηγήσει τι να ψηφίσουν και για ποιο λόγο, το ξέρουν οι ίδιοι πολύ πιο πριν, προκύπτει ευθέως από τα βιώματα και από τα συμφέροντά τους, πρόκειται για τη δύναμη της ανάγκης.
Αυτό τώρα καθιστά πολύ πιο εύκολο το ρόλο ενός υποψηφίου σαν κι εμένα, που κατά βάθος δεν έχει καμία διάθεση να εκλιπαρήσει κανέναν, ούτε για την ψήφο ούτε, πολύ περισσότερο, για το σταυρό.
Από τη στιγμή λοιπόν που ανακοινώθηκε η υποψηφιότητά μου νιώθω να κολυμπάω σε μια ευνοϊκή θάλασσα. Κανένας γνωστός δεν με κοιτάζει λοξά, ούτε συγκαταβατικά, βιώνω μονάχα συμπαράσταση, αλληλεπίδραση με τους άλλους. Έχουν κοινές με μένα βλέψεις και προσδοκίες απ’ αυτές τις εκλογές που με τόσο κόπο έγιναν δυνατές (κι ας έλεγαν οι δημοσκοπήσεις τα αντίθετα, αλλά ευτυχώς δεν κυβερνούν οι δημοσκοπήσεις).
Τα ίδια αισθήματα νιώθω από τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στη Ρόδο. Υπάρχει ενδιαφέρον, υπάρχουν προσδοκίες, υπάρχει αυτοπεποίθηση. Αλλά και οι αμφιβολίες ακόμα του κόσμου με τον οποίο συζητάω δεν εμπεριέχουν κακοπιστία ή καχυποψία. Ακόμα και η απαισιοδοξία που ορισμένοι εκφράζουν έχει μέσα της ένα στοιχείο συμ-πάθειας, είμαστε όλοι από την ίδια όχθη, τις ίδιες αγωνίες μοιραζόμαστε, συμ-πάσχουμε, που είναι ένα πρώτο βήμα για να πεις ότι μαζί θα τα περάσουμε όλα, κι άλλο ένα για να πεις ότι μαζί θα αγωνιστούμε, θα διανύσουμε από κοινού όλη τη διαδρομή.
Η συζήτηση γίνεται επί ίσοις όροις, η κριτική ασκείται ελεύθερα και ανοιχτά, ο σαρκασμός προς τους αντιπάλους είναι έντονος, αλλά δεν λείπει κι ο αυτοσαρκασμός – η ανώτερη και πιο ευγενής εκδοχή του χιούμορ.
Κάπως έτσι, λοιπόν, νιώθω πολύ καλά που είμαι υποψήφιος σ’ αυτές τις εκλογές με τον ΣΥΡΙΖΑ στα Δωδεκάνησα, που επιστρέφω στην ιδιαίτερη πατρίδα μου και είμαι ένας απ’ τους πολλούς.